Από το χωράφι στις δικαστικές αίθουσες για τη… ζέα και οι επιστημονικές έρευνες.
Τα αδέλφια Αντωνόπουλοι είχαν συνέχεια στο μυαλό τους την παιδική ανάμνηση των όμορφων κήπων και των χωραφιών που καλλιεργούνταν στο χωριό τους, όπου συνήθιζαν να περνάνε το χρόνο τους. Εικόνες που χαράχτηκαν πολύ έντονα στο μυαλό τους και αποτέλεσε το αρχικό κίνητρο για να ξεκινήσουν κάτι δικό τους.
«Κάτι υγιεινό όπως παλιά και να επιφέρει μόνο ωφέλεια στην υγεία του ανθρώπου» όπως αναφέρεται και στην ιστοσελίδα του Αγροκτήματος Αντωνόπουλου, στο Δίλοφο Ναρθακίου Φαρσάλων, φτάνοντας πλέον να καλλιεργούν 33 διαφορετικούς βιολογικούς σπόρους, με έμφαση στα σιτηρά, με παραδοσιακές ποικιλίες τις οποίες αξιοποιούν για την ελληνική αγορά και διαθέτοντας τα προϊόντα τους σε συγκεκριμένα αρτοποιεία και εταιρείες…
«Εγώ είμαι επίσημα διατηρητής της μοναδικής ελληνικής ποικιλίας που έχει διασωθεί, του triticum dicoccum Διλόφου Ναρθακίου και έχει μπει και στον εθνικό και στον ευρωπαϊκό κατάλογο. Ήταν πολύ δύσκολη διαδικασία και πληρούσε όλα τα κριτήρια. Συγκρίθηκε και με όλα τα εισαγόμενα και βρέθηκε η παγκόσμια μοναδικότητα της ποικιλίας» αναφέρει στον «Έ.Α.» ο Γιώργος Αντωνόπουλος, που μαζί με τον αδερφό του, Νίκο. «Θέλουν κάποιοι να το πάρουν στο όνομα της… «ζέας». Δεν είναι όμως έτσι. Θέλουν να το αρπάξουν μέσα από τα χέρια μας» αναφέρει ο Γ. Αντωνόπουλος, με τα δικαστήρια να διαδέχονται το ένα το άλλο, ακόμη και τώρα, για την εμπορική χρήση του ονόματος «ζέα» και τον ίδιο να έχε ξοδέψει μία μικρή περιουσία στη μάχη που δίνει στις δικαστικές αίθουσες.
Ο ίδιος δεν το βάζει κάτω, κυρίως σε ό,τι αφορά τη διατήρηση παραδοσιακών σπόρων και την καλλιέργειά τους. «Έχουμε επαναφέρει καλλιέργειες όπως το φαγόπυρο, τα παλιά καλαμπόκια, λιναρόσπορο και ασπρίτσα που δεν έχουν καμία σχέση με τα τωρινά. Έχουμε περάσει στον κατάλογο το αλογοκρίθαρο, και θα περάσει από μέρα σε μέρα και η πτισάνη, από το οποίο γινόταν ο κυκεώνας (σ.σ. αρχαίο ελληνικό ποτό φτιαγμένο κυρίως από νερό, χοντραλεσμένο κριθάρι (πτισάνη) και βότανα)». Δεν μένει όμως στην καλλιέργεια, αλλά σε συνεργασία και με πανεπιστημιακά ιδρύματα και τμήματα της χώρας προσπαθεί να καταδείξει τις ευεργετικές ιδιότητες των προϊόντων της γης, με βάση τους σπόρους που προσπαθεί να διατηρήσει στη δική του… κιβωτό στην περιοχή των Φαρσάλων Λάρισας.
«Το αλογοκρίθαρο έβγαλε με επιστημονική έρευνα 1663 μονάδες αντιοξειδωτικών» σημειώνει χαρακτηριστικά, βλέποντας τους κόπους του σε όλα τα επίπεδα, αφού μαζί με τον αδερφό του καλλιεργούν βιολογικά ήδη από το 1985. Άλλωστε, όπως επισημαίνεται εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν κίνητρα για την ένταξη στην βιολογική γεωργία, πολύ περισσότερο οικονομικά. Ωστόσο λοιπόν, τα αδέλφια Αντωνόπουλοι έγιναν η πρώτη επιχείρηση που πιστοποιήθηκε στην Ελλάδα ως βιολογική, με αριθμό πιστοποίησης Νο 1.
Έτσι, οι υπεύθυνοι του Αγροκτήματος Αντωνόπουλου επιμένουν στην καλλιέργεια μόνο γηγενών, παραδοσιακών και παλαιών, χαμένων στην ιστορία ποικιλιών που έχουν διατηρηθεί από γενιά σε γενιά, όπως αναφέρουν. Είναι ίσως και η ιδεολογία, η στάση ζωής, οι απόψεις και μία σημαντική δόση ρομαντισμού, όπως φαίνεται και από τα λεγόμενα του κου Αντωνόπουλου, που δίνουν ώθηση για τη συνέχεια της προσπάθειας…
Συνεχή προσπάθεια για την εγγραφή των ποικιλιών
Το Αγρόκτημα Αντωνόπουλου αναβιώνει πολλά είδη ντόπιων σπόρων που κινδυνεύουν από γενετική διάβρωση και εξαφάνιση, ακολουθώντας πάντοτε μεθόδους βιολογικής γεωργίας. Μερικές μάλιστα καλλιέργειες είχαν εκλείψει για δεκαετίες ολοκληρωτικά και χρειάστηκε σοβαρή και σε βάθος επιστημονική έρευνα και σειρά πειραμάτων στο χωράφι. Σπόροι που όπως αναφέρεται είναι κατάλληλοι για το συγκεκριμένο έδαφος, το περιβάλλον και το μικροκλίμα της περιοχής, που έχουν επιλεγεί ανάμεσα από εκατοντάδες άλλους.
Βέβαια, για να εγγραφούν στον εθνικό και στον ευρωπαϊκό κατάλογο οι σπάνιες αυτές ποικιλίες, δεν ήταν εύκολο, όπως επισημαίνει ο ίδιος.
Η γραφειοκρατία και τα νομικά κενά…
Έπειτα είναι και τα κενά στη νομοθεσία! Από τη μία, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ανακοίνωσε τον κατάλογο τοπικών αβελτίωτων πληθυσμών-ποικιλιών που κινδυνεύουν από γενετική διάβρωση, ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο κ. Αντωνόπουλος, ο συγκεκριμένος κατάλογος δεν είναι αντιπροσωπευτικός. Ο ίδιος για παράδειγμα διατηρεί έξι σπάνιες ποικιλίες στο αγρόκτημά του που έχουν εγγραφεί στον εθνικό και ευρωπαϊκό κατάλογο «πρόγραμμα διατήρησης γηγενών ποικιλιών», αλλά λόγω γραφειοκρατίας δεν εντάχθηκαν στον πίνακα τοπικών ποικιλιών που πριμοδοτούνται. Μάλιστα, το ΚΕΠΠΥΕΛ, για παράδειγμα, δεν πιστοποιεί, λόγω κενού στη σχετική νομοθεσία για τις συγκεκριμένες ποικιλίες.
Σημειώνε μάλιστα ότι οι ποικιλίες αυτές με την πάροδο χιλιάδων ετών ανέπτυξαν μια σειρά από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, άμεσα συνδεδεμένα με τις παραδοσιακές πρακτικές και τις περιβαλλοντικές κλιματολογικές συνθήκες και ότι αυτό είχε ως συνέπεια εξαιρετικής ποιότητας τοπικά προϊόντα.
Οι επιστημονικές έρευνες στηρίζουν την προσπάθεια
Ο κ. Αντωνόπουλος συνεργάζεται με πανεπιστήμια για να καταδείξει τα διατροφικά οφέλη των προϊόντων που παράγει.
Σύμφωνα με έρευνα του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), που δημοσιεύθηκε σε έγκριτο διεθνές επιστημονικό περιοδικό ανέδειξε τα μοναδικά χαρακτηριστικά των παραδοσιακών ελληνικών ποικιλιών σιταριού Τriticum dicoccum Διλόφου, Triticum monococcum και σίκαλης Διλόφου καθώς και των προϊόντων που παράγονται από αυτά όπως ψωμί, αλεύρι, ζυμαρικά κλπ. Τονίζεται μάλιστα ότι τα ελληνικά σιτηρά και συγκεκριμένα του Αγροκτήματος Αντωνόπουλου, έδειξαν την υψηλότερη περιεκτικότητα σε βιοδραστικές πολυφαινόλες σε σχέση με σιτηρά από όλες τις άλλες χώρες, μια κατηγορία ουσιών που είναι γνωστές ως αλκυλορεσορκινόλες και έχουν συσχετιστεί με τις ευεργετικές ιδιότητες των προϊόντων ολικής άλεσης.
Παράλληλα, έρευνα του τμήματος Επιστήμης & Τεχνολογίας τροφίμων του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος (Θεσσαλονίκη) που διεξήχθη το 2023 αναφέρει ότι ανέδειξε την υψηλή διατροφική αξία και τα μοναδικά χαρακτηριστικά των παραδοσιακών ελληνικών ποικιλιών σιταριού που καλλιεργούνται και διασώζονται στο Αγρόκτημα Αντωνόπουλου. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την καθηγήτρια Μαρία Παπαγεωργίου και την ερευνητική της ομάδα (Αντριάνα Σκέντη, Μαρία Ηρακλή και Στέφανος Στεφάνου) και δημοσιεύτηκε σε διεθνές έγκριτο επιστημονικό περιοδικό (Foods).
Στόχος της έρευνας ήταν να αξιολογήσει άλευρα σίτου από ελληνικές παραδοσιακές τοπικές ποικιλίες και να τα συγκρίνει με εμπορικά συμβατικά άλευρα ως προς τη χημική τους σύσταση, τα μικροθρεπτικά συστατικά, το φαινολικό προφίλ και την αντιοξειδωτική τους δράση. Επιπλέον, μελετήθηκε η ρεολογία της ζύμης και η ποιότητα της αρτοποιίας.
Αναλύθηκαν συνολικά έντεκα δείγματα αλεύρων, εκ των οποίων τα εννέα προέρχονταν από τη βιολογική καλλιέργεια ελληνικών γηγενών ποικιλιών του αγροκτήματος Αντωνόπουλου. Τα υπόλοιπα δύο δείγματα που εξετάστηκαν για λόγους σύγκρισης προέρχονταν από συμβατικά άλευρα εμπορικών ποικιλιών δίκοκκου σιταριού.
Αυτό που αναφέρει με βάση την έρευνα το Αγρόκτημα Αντωνόπουλου: «Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, τα άλευρα που προέρχονταν από τοπικές παραδοσιακές ποικιλίες σπόρων (δηλαδή αυτών του αγροκτήματος Αντωνόπουλου) είχαν υψηλότερη σύσταση σε μικροθρεπτικά συστατικά (όπως σίδηρο, ψευδάργυρο, χαλκό, μαγγάνιο, φώσφορο, μαγνήσιο και ασβέστιο), φαινολικές ουσίες και μεγαλύτερη αντιοξειδωτική δράση από τα εμπορικά συμβατικά δείγματα αλεύρων δίκοκκου σιταριού.
Συγκεκριμένα, το αλεύρι μονόκοκκου ολικής άλεσης του αγροκτήματος Αντωνόπουλου, εκτός από την υψηλότερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη (16,62%), παρουσίασε και την υψηλότερη περιεκτικότητα σε φαινολικά οξέα (19,14 μg/g αλεύρου) ενώ το ραφιναρισμένο αλεύρι δίκοκκου σιταριού του εμπορίου είχε την χαμηλότερη περιεκτικότητα σε φαινολικά οξέα (5,92 μg/g αλεύρου)».
«Τα άλευρα ολικής άλεσης από τις παραδοσιακές ελληνικές ποικιλίες σιτηρών που μελετήθηκαν, βρέθηκε να περιέχουν σημαντικές ποσότητες αντιοξειδωτικών και φαινολικών ουσιών οι οποίες υπερτερούσαν από τα αντίστοιχα λευκά άλευρα στα οποία αφαιρείται ο φλοιός του σπόρου. Το αλεύρι μονόκκοκκου ολικής άλεσης και το αλεύρι ζέας ολικής άλεσης του αγροκτήματος Αντωνόπουλου είχαν την υψηλότερη περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικά και μικροθρεπτικά συστατικά μεταξύ των δειγμάτων, έναντι των συμβατικών εμπορικών αλεύρων δίκοκκου σιταριού στα οποία βρέθηκε πολύ μικρότερη έως και ελάχιστη ποσότητα» αναφέρεται επίσης, ενώ συμπληρώνεται: «Ένα άλλο αξιοσημείωτο εύρημα το οποίο εξάγεται είναι ότι ακόμα και για το ίδιο είδους σίτου παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στο διατροφικό, φαινολικό και αντιοξειδωτικό προφίλ μεταξύ διαφορετικών ποικιλιών. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το δίκοκκο σιτάρι, τοαλεύρι ζέας ολικής του Αγροκτήματος Αντωνόπουλου (το οποίο προέρχεται από την μοναδική ελληνική αβελτίωτη τοπική ποικιλία δίκοκκου σιταριού, διατηρητέα ποικιλία «Triticum dicoccum Dilofos», εγγεγραμμένη στον Εθνικό Κατάλογο Σιτηρών) είχε πολύ μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε φαινόλες, αντιοξειδωτικές ουσίες και σε μικροθρεπτικά συστατικά σε σύγκριση με το εμπορικό δείγμα αλεύρου από δίκοκκο σιτάρι. Φαίνεται δηλαδή να υπάρχει σημαντική διαφορά ως προς την διατροφική σύνθεση και αντιοξειδωτική δράση μεταξύ των παραδοσιακών γηγενών ποικιλιών σπόρων και των αντίστοιχων εμπορικών πιστοποιημένων ποικιλιών από τις σποροπαραγωγικές εταιρείες ακόμα και στο ίδιο είδος σίτου».
Χωρίς εξαγωγές και με παλαιές πρακτικές
Όπως επισημαίνει ο κ. Αντωνόπουλος, αυτήν τη στιγμή δεν προχωρά σε εξαγωγές. «Στόχος μας είναι να δώσουμε τροφή στους Έλληνες σ’ αυτήν τη φάση» σημειώνει χαρακτηριστικά ο ίδιος, ενώ δίνει άλευρα σε τρία μόλις αρτοποιεία στην Ελλάδα και σε πολύ συγκεκριμένες εταιρείες, αρκετά γνωστές και δημοφιλείς ωστόσο που παράγουν αρτοποιήματα ευρείας κατανάλωσης. Ωστόσο, αυτό δεν εμποδίζει το Αγρόκτημα να λαμβάνει ακόμη διεθνή βραβεία, ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Παράλληλα, στο Αγρόκτημα Αντωνόπουλου, όπως αναφέρουν οι υπεύθυνοι, εφαρμόζουν παλαιές καλλιεργητικές πρακτικές με σύγχρονα μηχανήματα. Επίσης η παραγωγή είναι καθετοποιημένη, παράγοντας την πρώτη ύλη και μεταποιούν σε ιδιοκτήτες εγκαταστάσεις με πιστοποιημένες διαδικασίες ελέγχου.
ΤΟΥ ΧΡΥΣΌΣΤΟΜΟΥ ΤΡΊΜΜΗ
[email protected]