Σε κυρίαρχο προϊόν της ελληνικής αγοράς φρούτων εξελίσσεται το ακτινίδιο, αφού η έντονη παρουσία των διεθνών club εμπορίας, αλλά και το αυξημένο ενδιαφέρον των παραγωγών που βλέπουν το θετικό ισοζύγιο κόστους παραγωγής και τιμής πώλησης, αυξάνουν τις φυτεύσεις αλλά και τις αναδιαρθρώσεις καλλιεργειών.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις σε Πέλλα και Ημαθία που παραγωγοί βιομηχανικού και επιτραπέζιου ροδάκινου απογοητευμένοι από παραμορφώσεις καρπών, παγετούς και χαλάζι σχεδιάζουν να μεταπηδήσουν στο ακτινίδιο.
Όπως αναφέρει στη Voria.gr ο υπεύθυνος πωλήσεων της Vitro Hellas Άρης Κωνσταντινίδης, «η εκτίμηση είναι ότι θα μπουν 1.500 στρέμματα ίσως και 2.000, που μεταφράζεται στο 1 με 1,2 εκατ δενδρύλλια ποικιλίας Hayward σε όλη την Ελλάδα».
Όσον αφορά τις κίτρινες ποικιλίες, σύμφωνα με πληροφορίες 30.000 με 40.000 φυτά κίτρινων πρόκειται να μπουν από πλευράς Jingold, ενώ αναμένονται και οι κινήσεις από πλευράς Zespri που έχει μπει δυναμικά στην Ελλάδα.
Ο προγραμματισμός του νεοζηλανδικού κολοσσού περιλαμβάνει φυτεύσεις της τάξης των 700 στρεμμάτων, ενώ κινήσεις σε ανάλογα νούμερα θα κάνει και η KIKOKA.
Ελληνική η πρωτιά στο πράσινο
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δηλωθεί στον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας, η Κίνα παραμένει ο κυρίαρχος παγκόσμιος παραγωγός με περίπου 2,38 εκατομμύρια τόνους ετησίως, ακολουθούμενη από τη Νέα Ζηλανδία (603.000 τόνοι) και την Ιταλία (523.000 τόνοι).
Η Ελλάδα διατηρεί τη θέση της ως ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός στην Ευρώπη με 320.000 τόνους, ενώ το Ιράν (295.000 τόνοι) και η Χιλή (115.000 τόνοι) συμπληρώνουν τον κατάλογο των κυρίων χωρών παραγωγών ακτινιδίων. Η προσφορά παρουσιάζει σαφή εποχικότητα, με τη Νέα Ζηλανδία και τη Χιλή να προμηθεύουν το βόρειο ημισφαίριο κατά τη διάρκεια της εκτός εποχής του (Μάιος-Οκτώβριος), ενώ η ευρωπαϊκή παραγωγή κυριαρχεί στις αγορές από τον Οκτώβριο έως τον Μάιο.
Οι τιμές παραγωγού παγκοσμίως είχαν σημαντικές διακυμάνσεις ανάλογα με την προέλευση, την ποικιλία και τη δομή της αγοράς.
Στην Ελλάδα, οι παραγωγοί ακτινιδίων Hayward έλαβαν μεταξύ €0,78-1,02/kg κατά την έξοδο από τους από το χωράφι από τον Οκτώβριο του 2024, ενώ οι Ιταλοί παραγωγοί Hayward ΠΓΕ (Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη) €1,15-1,40/kg.
Οι απολαβές των παραγωγών της Νέας Ζηλανδίας διαμορφώνονται διαφορετικά μέσω του συστήματος εξαγωγών Zespri single-desk, καθώς πρόκειται για τον κύριο εξαγωγέα ακτινιδίων στη χώρα.
Μειωμένες παραγωγές στην Πιερία λόγω καιρού
Οι πωλήσεις για την ΖΕΥΣ Kiwi που εδρεύει στην Πιερία, πήγαν εξαιρετικά όπως λέει στη Voria.gr ο διευθυντής της Ζήσης Μανώσης, σχολιάζοντας το κλείσιμο της εμπορικής χρονιάς του ακτινιδίου την περίοδο 2024-2025.
«Η τιμή παραγωγού ήταν 7 με 8 λεπτά του ευρώ παραπάνω από πέρυσι», λέει χαρακτηριστικά. Ωστόσο σημειώνει ότι οι ποσότητες ήταν υποτονικές, καθώς η παραγωγικότητα ανά στρέμμα δεν ήταν καλή, συντελώντας ωστόσο στο να υπάρξουν καλύτερες τιμές.
Την ίδια ώρα, η Ιταλία επενδύει κυρίως στο κίτρινο ακτινίδιο, αφήνοντας εμπορικό και εξαγωγικό κενό για τα ελληνικά πράσινα ακτινίδια τα οποία, πέραν του ότι κυριαρχούν στην εγχώρια αγορά, έχουν εξαιρετική παρουσία εξαγωγικά.
Οι καλές τιμές έχουν οδηγήσει σε νέες φυτεύσεις ακτινιδίου και φέτος, ακόμα και στην Πιερία που είναι μακράν ο νομός με τα περισσότερους οπωρώνες ακτινιδίου στη χώρα. Σε έναν μήνα μάλιστα θα υπάρχει καλύτερη εικόνα για τα στρέμματα που έγιναν φυτεύσεις ακτινιδίου μέσω των δηλώσεων ΟΣΔΕ.
Όπως λέει ο κ. Μανώσης, «στρατηγικά θα επενδύσουμε στο κίτρινο ακτινίδιο, μέσα από τη συνεργασία με το club KIKOKA. Οι υπάρχουσες ποσότητες από τις φυτεμένες καλλιέργειες ήταν λίγες και τελείωσαν από αρχές Φεβρουαρίου, ωστόσο η επέκταση των φυτεύσεων πρόκειται να καλύψει ολόκληρη την εμπορική περίοδο του ακτινιδίου». Σύμφωνα με τον κ. Μανώση, τα πράσινα ακτινίδια δεν συμπλήρωσαν τον χειμώνα τις απαιτούμενες ψύχους και δεν έδωσαν ποσότητες εφάμιλλες του δυναμικού τους.
Η ΖΕΥΣ εξάγει τα κίτρινα ακτινίδια σε ποσοστό 100% και τα πράσινα στο 96%.
Παράλληλα επισημαίνει ότι δεν αναμένεται να γίνουν επενδύσεις φέτος σε ψυκτικούς θαλάμους λόγω μειωμένης παραγωγής, ενώ προβληματισμός υπήρξε σχετικά με τους πολλούς μαλακούς καρπούς, γεγονός που οφείλεται στις κλιματολογικές συνθήκες.
Ανεβαίνει σταθερά το κίτρινο
Την ώρα που Ιταλία και Νέα Ζηλανδία έχουν δώσει σχεδόν το 70% της παραγωγής τους στο κίτρινο ακτινίδιο, η Ελλάδα καλλιεργητικά παραμένει σταθερά στο πράσινο.
Ωστόσο, το club Jingold, που δραστηριοποιείται στη χώρα από το 2021 και ειδικεύεται στις κίτρινες ποικιλίες Jinyan και Jintao, αυξάνει συνεχώς τις παραγόμενες ποσότητες από τα χωράφια στον ελλαδικό χώρο.
Σύμφωνα με τον αγρονομικό υπεύθυνο της Jingold στην Ελλάδα Θανάση Πισαλίδη, τις επόμενες μέρες πρόκειται να γίνει ο απολογισμός της Jingold σχετικά με το πως πήγε η χρονιά αναφορικά με το κίτρινο ακτινίδιο.
Μάλιστα όπως λέει στη Voria.gr, «νέες φυτεύσεις συνεχίζονται, ωστόσο είναι ικανοποιητικό και το παραγωγικό στάδιο, αφού οι πρώτες φυτείες που μπήκαν προ τετραετίας αποδίδουν την προγραμματισμένη παραγωγή».
Οι βασικές φυτεύσεις της Jingold έγιναν στο Αγρίνιο, την Άρτα και στη Χρυσούπολη Καβάλας. Ωστόσο, υπήρξαν και φυτεύσεις σε Ημαθία, Πιερία, Λαμία και Πυργετό. Ανάλογη είναι και η πορεία της πράσινης ποικιλίας Boerica που εμπορεύεται το συγκεκριμένο club.
Δεν ικανοποίησαν οι τιμές στην Καβάλα
Μετά την Κεντρική Μακεδονία που έχει το 50% της πανελλαδικής παραγωγής ακτινιδίου, η Καβάλα παραμένει ένας δυνατός παίχτης με μερίδιο στο 22%.
Αν και παραγωγικά η χρονιά ήταν σταθερή, όπως αναφέρει στη Voria.gr ο διευθυντής της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Καβάλας Κλέαρχος Σαραντίδης, «περιμέναμε καλύτερη τιμή παραγωγού φέτος», αφού όπως λέει «δεν υπήρξε η αύξηση των 0.10 ευρώ που θα θέλαμε», σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά.
Οι φυτεύσεις, βέβαια, που έγιναν από μέλη του συνεταιρισμού ήταν λίγες, αφού, όπως λέει ο διευθυντής του συνεταιρισμού, η καλλιέργεια θεωρείται κορεσμένη όσον αφορά την περιοχή.
Ενδιαφέρον προς το παρόν δεν υπάρχει για το κίτρινο ακτινίδιο, αφού μόνο ένας παραγωγός έχει επενδύσει στη νεοεισερχόμενη ποικιλία. «Έχουμε υψηλή τεχνογνωσία στο πράσινο, κάτι που αξιοποιούμε εμπορικά. Άλλωστε το κίτρινο είναι υψηλή επένδυση», λέει χαρακτηριστικά ο διευθυντής της ΕΑΣ Καβάλας.
Σημειώνεται ότι το εξαγωγικό ποσοστό επί της παραγωγής στην Καβάλα αγγίζει το 98%.
ΠΗΓΗ: voria.gr