Τις τελευταίες δεκαετίες η εντατική γεωργία και η κλιματική αλλαγή οδήγησαν στη μείωση του οργανικού άνθρακα στο έδαφος και στην απώλεια της γονιμότητάς του, με αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα των καλλιεργούμενων εκτάσεων αλλά και στην παραγωγή και την ποιότητα των φρούτων (Kabiri et al., 2016).
Σε περιβαλλοντικό επίπεδο παρατηρείται μια επικίνδυνη ρύπανση του υδροφόρου ορίζοντα από νιτρικά, φυτοφάρμακα, βαρέα μέταλλα σε ένα αγροοικοσύστημα που δεν βρίσκεται πλέον σε ισορροπία. Γεγονός που το καθιστά πιο ευάλωτο σε «stress» αβιοτικού αλλά και βιοτικού τύπου όπως είναι π.χ. οι επιθέσεις από παθογόνους οργανισμούς.
Στην περίπτωση της Απουλίας, διαφορετικοί παράγοντες συνέβαλαν στην ταχεία εξάπλωση του βακτηρίου της Xylella fastidiosa, προκαλώντας εκτεταμένες ζημιές στους ιταλικούς ελαιώνες.
Η εφαρμογή βιώσιμων πρακτικών με στόχο τη βελτίωση των επιδόσεων των γεωργικών συστημάτων, την αύξηση και τη σταθερότητα της ελαιοκομικής παραγωγής καθώς και τη μείωση των περιβαλλοντικών κινδύνων είναι αναγκαίες.
Με προσεκτική διαχείριση της προσβολής στους ελαιώνες μπορεί να επιτευχθεί τόσο η διατήρηση του τοπικού οικοσυστήματος όσο και η αύξηση της αποδοτικότητας των φυσικών πόρων (νερό, έδαφος).
Xylella fastidiosa: είναι δυνατή η συνύπαρξη;
Στην περίπτωση της Xylella, που έχει εξαπλωθεί στους ελαιώνες της Απουλίας, η εξάλειψη του βακτηρίου είναι πλέον αδύνατη. Είναι ωστόσο αναγκαία η ταυτοποίηση και η εφαρμογή γεωργικών πρακτικών που θα επιτρέψουν τη συνύπαρξη με το βακτήριο, θα μειώσουν την παρουσία του στον ελαιώνα και δεν θα περιορίσουν την παραγωγή. Μια αναγκαστική «συμβίωση» που έχει ήδη συμβεί και με άλλες ασθένειες (π.χ. Erwinia amilovora στα μηλοειδή, Pseudomonas syringae σε ακτινίδια, Χ. fastiodiosa στην Pierce της αμπέλου, Χ. fastidiosa στην ποικιλοχρωματική χλώρωση των εσπεριδοειδών).
Σε αυτό το ενδεχόμενο, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο όραμα της πολυλειτουργικής γεωργίας, στην οποία αναγνωρίζεται ο περιβαλλοντικός, πολιτιστικός και κοινωνικός ρόλος της ελαιοκαλλιέργειας, μέσω των παρεχόμενων υπηρεσιών για τη διατήρηση του οικοσυστήματος. Είναι, όμως, επιβεβλημένο να εφαρμοστούν διαφορετικά πρωτόκολλα αντιμετώπισης του βακτηρίου, ανάλογα με την ζώνη ελαιοκαλλιέργειας. Πιο συγκεκριμένα:
Μολυσμένες ζώνες: Το μέγεθος της προσβολής από την Xylella διαφέρει από ελαιώνα σε ελαιώνα και από περιοχή σε περιοχή, γι’ αυτό και ανά τακτά διαστήματα πρέπει να γίνεται επανεκτίμηση της κατάστασης. Σε περίπτωση, μάλιστα, που η Xylella δεν έχει προκαλέσει στο φυτό ανεπανόρθωτη ζημιά, η προσβολή πρέπει να αντιμετωπιστεί και το δέντρο να τεθεί εκ νέου σε παραγωγή.
Διαχείριση εδάφους: Τα εδάφη αντιπροσωπεύουν το πιο ποικίλο και σημαντικό οικοσύστημα στον πλανήτη και διαδραματίζουν διττό ρόλο για ολόκληρο το αγροοικοσύστημα. Είναι ζωτικής σημασίας για την καλή ελαιοπαραγωγή, αλλά και για ένα υγιές και ισορροπημένο περιβάλλον (Turner et al., 2016).
Οι εδαφολογικές αναλύσεις που διεξήχθησαν από δείγματα που προέρχονται από την Απουλία, δείχνουν εδάφη φτωχά σε οργανική ουσία. Φαινόμενο που οφείλεται σε ανθρωπογενείς δραστηριότητες και στην αλλαγή του κλίματος και είναι υπεύθυνο για τον αυξημένο κίνδυνο ερημοποίησης την οποία αντιμετωπίζουν περιοχές της Nότιας Ιταλίας.
Οι κύριες γεωργικές πρακτικές για τη βελτίωση της γονιμότητας και της δομής των εδαφών αφορούν την εφαρμογή κομπόστ φυτικών υπολειμμάτων , κομποστοποιημένης κοπριάς, χλωρής λίπανσης, αναβλάστησης της αυτοφυούς χλωρίδας και μία κατευθυνόμενη ορυκτή λίπανση.
Όσον αφορά την αυτοφυή χλωρίδα, αυτή θα πρέπει να κόβεται νωρίς (Φεβρουάριος-Απρίλιος), όσο τα έντομα που είναι φορείς της Xylella βρίσκονται σε νεαρή ηλικία.
Προηγούμενες μελέτες σε ελαιώνα της Απουλίας, όπου ο παραγωγός ακολουθούσε για περισσότερο από 15 χρόνια τις αρχές της βιώσιμης καλλιέργειας (μη κατεργασία του εδάφους, αναβλάστηση της αυτοφυούς χλωρίδας, ανακύκλωση των υπολειμμάτων του κλαδέματος, άρδευση με επεξεργασμένα αστικά λύματα), έδειξαν ότι η εφαρμογή της αειφόρου διαχείρισης αυξάνει την ποσότητα του οργανικού άνθρακα στο έδαφος, την ικανότητα συγκράτησης του νερού, τη μικροβιολογική γονιμότητα και την παραγωγικότητα (Palese et al., 2009, Sofo et al., 2010).
Περιεκτικότητα σε οργανικό άνθρακα (SOC) και δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα (CO2)
Τα αποτελέσματα των μελετών έδειξαν, επίσης, ότι σε έναν ελαιώνα που η διαχείριση του γίνεται για περισσότερο από 15 χρόνια με βιώσιμες πρακτικές καλλιέργειας, η συγκέντρωση σε οργανικό άνθρακα (SOC) αυξάνεται από 0,8 σε 1,56%. Ποσοστό που ισοδυναμεί με ρυθμό συσσώρευσης άνθρακα περίπου 2,2 τόνους C ha-1 έτος- 1 (στα πρώτα 30 εκ. του εδάφους), υπογραμμίζοντας τον πιθανό ρόλο των αγροοικοσυστημάτων για τη δέσμευση του ατμοσφαιρικού άνθρακα (Palese et al., 2013).
Η αποκατάσταση της γονιμότητας του εδάφους μέσω της αειφόρου διαχείρισης –εσωτερική και εξωτερική παροχή άνθρακα στο σύστημα– είναι μια πολύ αργή διαδικασία, η οποία διαρκεί 7-10 χρόνια για να αυξηθεί ο οργανικός άνθρακας στα πρώτα 30 εκ. εδάφους κατά 1% (Montanaro et al., 2012).
Ικανότητα συγκράτησης νερού
Η αύξηση της οργανικής ουσίας στον ελαιώνα συνδέεται ακόμη με τη βελτίωση των διαφόρων χαρακτηριστικών ποιότητάς του: δομή και πορώδης σύσταση, ταχύτητα διείσδυσης νερού, ικανότητα αποθήκευσης νερού, διαθεσιμότητα θρεπτικών στοιχείων και μειωμένη διάβρωση του εδάφους (Montanaro et al., 2017). Γεγονός που μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα σε περιοχές με άνυδρο και ημιάνυδρο περιβάλλον και να βοηθήσει στην εξοικονόμηση και τη διατήρηση του νερού.
Η ταχύτητα διείσδυσης του νερού σε έδαφος βάθους 12 εκ., που μετρήθηκε στον ελαιώνα βιώσιμης καλλιέργειας, βρέθηκε να είναι περίπου 10 φορές υψηλότερη από εκείνη του συμβατικού συστήματος, επιτρέποντας την αποθήκευση, κατά τη διάρκεια της βροχερής περιόδου, περίπου 4.250 m3ha- 1 (σε βάθος 2 μ.) στο βιώσιμο, σε σύγκριση με 2.934 m3ha-1 στη συμβατική (Palese et al., 2009). Επιπλέον, τα εδάφη που υποβάλλονται σε πολυάριθμες κατεργασίες χαρακτηρίζονται από μειωμένη διείσδυση του νερού, με επακόλουθο την απορροή του νερού και τη διάβρωση του εδάφους.
Ο θετικός ρόλος του κομπόστ
Τα έργα που διαχειριζόμαστε στην Απουλία περιλαμβάνουν τη διανομή του εδαφοβελτιωτικού κομπόστ προκειμένου να αντιστρέψουμε την εξάπλωση του βακτηρίου και να εμπλουτίσουμε το έδαφος με οργανική ουσία. Μέσω της προσθήκης κομπόστ ή κοπριάς, εκτός από την εισαγωγή άνθρακα, το έδαφος εμπλουτίζεται με διάφορα θεμελιώδη μικρο- και μακροστοιχεία που είναι χρήσιμα για την καλλιέργεια.
Με την αύξηση της περιεκτικότητας σε οργανικό άνθρακα, αυξάνεται σημαντικά η μικροβιολογική γονιμότητα των εδαφών. Προγενέστερες μελέτες του Πανεπιστημίου της Βασιλάκατα αποκάλυψαν πως ένα σύστημα βιώσιμης διαχείρισης (άνω των 15 ετών) ήταν πιο περίπλοκο από την άποψη της μικροβιολογικής ποικιλομορφίας. Ο ελαιώνας ήταν δηλαδή λιγότερο ευάλωτος στις βιοτικές και αβιοτικές πιέσεις.
Το μικροβίωμα του φυτού και οι μικροοργανισμοί εδάφους
Οι μικροοργανισμοί που υπάρχουν στο έδαφος προστατεύουν τα φυτά από τις επιθέσεις των παθογόνων, προάγουν την απορρόφηση του νερού και των θρεπτικών συστατικών από το έδαφος και εξουδετερώνουν διάφορες τοξικές ενώσεις που αναστέλλουν την ανάπτυξη των φυτών (Nannipieri et al., 2002).
Οι ενδοφυτικοί είναι μικροοργανισμοί, συχνά μύκητες ή βακτήρια, που ζουν μέσα στο φυτό (μικροβίωμα) με το οποίο συνήθως δημιουργούν μια συμβιωτική σχέση (Hallmann et al., 1997).
Μπορούν δε να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην προστασία των φυτών από ορισμένα φυτοπαθογόνα (Mercado-Blanco & Lugtenberg, 2014). Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι η X. fastidiosa αλληλοεπιδρά με τα ενδοφυτικά βακτήρια που υπάρχουν στα αγγεία του ξυλώματος ορισμένων φυτών, συμπεριλαμβανομένων των εσπεριδοειδών, και ότι αυτές οι αλληλεπιδράσεις (ιδίως με τα Methylobacterium mesophilicum και Curtobaterium flaccumfaciens) παρεμβαίνουν στην εξέλιξη της προσβολής. Επιπλέον, σε ασυμπτωματικά φυτά παρατηρήθηκε σε υψηλή συχνότητα Curtobacterium flaccumfaciens, υποδηλώνοντας τη θετική συμβολή του συγκεκριμένου μικροοργανισμού όσον αφορά την ανθεκτικότητα του φυτού στην ποικιλοχρωματική χλώρωση των εσπεριδοειδών, που προκαλείται από την Xylella fastidiosa (Lacava et al., 2009).
Η σημασία της άρδευσης
Το νερό αποτελεί θεμελιώδη πηγή για την εξασφάλιση της καλής βλαστικής ανάπτυξης και αειφορίας της καλλιέργειας.
Ο τρόπος της άρδευσης συντελεί στη συμβίωση με τα παθογόνα των φυτών. Σε μια μελέτη που έγινε από τους Thorne et al. 2006, αποδείχθηκε ότι στην περίπτωση του αμπελιού που έχει προσβληθεί από την X. fastidiosa, τα συμπτώματα εκδηλώνονται περισσότερο εάν τα φυτά υποβάλλονται σε υδάτινο στρες, παρά σε προσβεβλημένα, αλλά καλώς ποτισμένα, φυτά.
Η διαθεσιμότητα νερού στο έδαφος επιτελεί διπλή λειτουργία, αφενός της παροχής νερού και θρεπτικών στοιχείων στα φυτά και αφετέρου ευνοεί τον πολλαπλασιασμό και την καλύτερη λειτουργία των μικροοργανισμών του.
Τα φυτά που έχουν λιπανθεί σωστά, ακόμα και αν έχουν προσβληθεί από το βακτήριο και ένα μέρος των αγγείων του ξυλώματός τους είναι κατεστραμμένο, είναι ικανά να αντιδράσουν. Να παράξουν δηλαδή νέα βλάστηση χάρη στη διαθεσιμότητα του νερού άρδευσης, των ανόργανων στοιχείων και της μικροβιακής δραστηριότητας.
Η χρήση των αστικών λυμάτων
Η περιοχή της Απουλίας χαρακτηρίζεται από ημιάνυδρο κλίμα, με λίγες βροχοπτώσεις κατά τη διάρκεια του έτους, συγκεντρωμένες στους φθινοπωρινούς μήνες και μειωμένη διαθεσιμότητα υδάτινων πόρων. Παρότι είναι μια διαδεδομένη πρακτική, καλό είναι να αποφεύγεται η χρήση υπόγειων υδάτων για την άρδευση. Κι αυτό γιατί προκαλεί προβλήματα αλάτωσης, αυξάνοντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο ερημοποίησης των εδαφών. Σε αυτό το σκηνικό, ένας πολύτιμος πόρος –που δυνητικά μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί– είναι τα αστικά λύματα, τα οποία όμως διασκορπίζονται στο περιβάλλον μετά από δαπανηρές επεξεργασίες καθαρισμού.
Σε πειραματικό επίπεδο, στην Ιταλία αλλά και σε άλλες χώρες, φάνηκε ότι η επαναχρησιμοποίηση των επεξεργασμένων λυμάτων έχει θετικές πτυχές (οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές) που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην πιο αποτελεσματική και βιώσιμη ανάπτυξη των περιοχών. Μέσω της άρδευσης με επεξεργασμένα αστικά λύματα, παρέχονται υψηλά ποσοστά θρεπτικών στοιχείων, για την εξασφάλιση των οποίων θα ήταν αναγκαία η χρήση χημικών λιπασμάτων. Στη συγκεκριμένη περιφέρεια της Ιταλίας, περίπου 1.250.000 m3 νερού/ημερησίως, προερχόμενο από τον καθαρισμό των αστικών λυμάτων, απελευθερώνεται σε ποτάμια και θάλασσες, περιέχοντας 22 τόνους αζώτου, 21 τόνους καλίου και 1 τόνο φωσφόρου. Επεξεργασμένη, η συγκεκριμένη ποσότητα νερού επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες άρδευσης 150.000 και πλέον εκταρίων. Από αυτό συμπεραίνουμε ότι η επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων θρέψης και η αύξηση της ζήτησης σε εργατικό δυναμικό που θα προκύψει από τη νέα δραστηριότητα, αποτελεί «σανίδα σωτηρίας» για τον γεωργικό τομέα.
Η χρήση των επεξεργασμένων λυμάτων οδηγεί επίσης σε αύξηση της οικονομικής αξίας της παραγωγής μέσω μιας ποσοτικής/ποιοτικής αύξησης των παραγόμενων προϊόντων. Προηγούμενες επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα κτήματα που αξιοποιούν αυτό το σύστημα άρδευσης έχουν διπλάσια ετήσια παραγωγή σε σύγκριση με τη συμβατική μη αρδευόμενη διαχείριση (9,7 έναντι 4,2 t/ha) (Palese et al., 2009, Palese et al., 2013). Η οικονομική και περιβαλλοντική εξοικονόμηση πόρων θα είναι σημαντική εάν συνδεθεί, επίσης, με μια αύξηση της ποσότητας και με μια βελτίωση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων.
Ο ρόλος του κλαδέματος
Η καλή διαχείριση του φυλλώματος, η οποία επιτυγχάνεται με συχνά κλαδέματα, συμβάλλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση της εξάπλωσης της X. Fastidiosa. Κλαδεύοντας 3 φορές/έτος (20-30 εκ. κάτω από τα συμπτώματα) τα προσβεβλημένα ελαιόδεντρα, επιτυγχάνουμε: α) περιορισμό του βακτηριακού φορτίου, β) χαμηλότερο κίνδυνο μετάδοσης του βακτηρίου μέσω των εντόμων-φορέων του μολύσματος, γ) διέγερση για την ανάπτυξη νέων πλευρικών βλαστών.
Μετά από τα κλαδέματα, συνιστάται ο ψεκασμός με χαλκούχα σκευάσματα, για προληπτικούς σκοπούς. Προτείνεται ακόμη η άμεση απομάκρυνση των υπολειμμάτων του κλαδέματος από το χωράφι ή ο επί τόπου θρυμματισμός τους.
Μετά την προσβολή ενός φυτού που έχει καλλιεργηθεί σωστά (σε θρέψη και άρδευση), αυτό αντιδρά δημιουργώντας ταχύτατα νέους, πλευρικούς, βλαστούς και αποκαθιστά το φύλλωμα. Συνεπώς, μέσω του ενδεδειγμένου κλαδέματος μπορεί να αποφευχθεί η εκρίζωση των ελαιόδεντρων (Xiloyannis et al., 2015). Ανάλογες περιπτώσεις προσβολών σε άλλες καλλιέργειες δείχνουν ότι η συμβίωση με το παθογόνο είναι δυνατή μέσω της υιοθέτησης πρακτικών καλλιέργειας με στόχο την καλή βλαστική κατάσταση του φυτού ώστε να ελεγχθεί η εξάπλωση του παθογόνου σε ένα οικοσύστημα σε ισορροπία.
Θρέψη
Η αποκατάσταση της ισορροπίας του φυτού και η διασφάλιση της διαθεσιμότητας τόσο των απαραίτητων υδάτινων πόρων όσο και των θρεπτικών στοιχείων για την ανάπτυξή τους είναι προϋπόθεση για να συνυπάρξει η ελιά με την Xylella fastidiosa.
Συνεπώς, μετά την πραγματοποίηση εδαφολογικών αναλύσεων, λιπαίνουμε τους ελαιώνες. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες παρατηρείται έλλειψη θρεπτικών συστατικών, επιλέγουμε σκευάσματα θρέψης σε μορφές που δεν ξεπλένονται εύκολα από τις βροχοπτώσεις.
Στην περιοχή του Σαλέντο, από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο που οι βροχοπτώσεις είναι σπάνιες και οι τιμές εδαφικής υγρασίας είναι χαμηλές, μη επιτρέποντας την απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών, κάνουμε διαφυλλικές λιπάνσεις. Λύση που συνιστάται για τους μη αρδευόμενους ελαιώνες.
Σε αρδευόμενα χωράφια, επιλέγεται η υδρολίπανση ή η χρήση εφόσον είναι εφικτό ποτίσματος με επεξεργασμένα με αστικά λύματα.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η μικροβιολογική γονιμότητα του εδάφους αποκαθίσταται αργά και ότι στον συγκεκριμένο ελαιώνα πολλά φυτά είναι αδύναμα, είναι απαραίτητο να γίνουν θεραπείες με βιοδιεγερτικά προϊόντα και ανταγωνιστικούς μικροοργανισμούς ώστε να επιταχυνθεί η αντίδραση των ελαιόδενδρων. Η έλλειψη αρδευτικού νερού και οι ανισορροπίες στη θρέψη είναι συχνά καθοριστικοί παράγοντες για την εκδήλωση συμπτωμάτων μετά τη μόλυνση του φυτού από την X. fastidiosa (Janse et al., 2010). Επομένως, οι γεωργικές πρακτικές πρέπει να κατευθύνονται ώστε να έχουμε φυτά σε καλή κατάσταση «υγείας», σε βλαστική ανάπτυξη, καλά αρδευόμενα και με τις σωστές πρακτικές θρέψης. Ένα μολυσμένο φυτό είναι σε θέση να αντισταθεί στην επίθεση του παθογόνου βακτηρίου μέσω των υγιών ξυλωδών αγγείων που θα μεταφέρουν τόσο τα ανόργανα στοιχεία όσο και το νερό από το έδαφος (αν υπάρχουν στο έδαφος) για την ανάπτυξή του.
Ζώνες περιορισμού & μαξιλαριού
Εφαρμόζοντας τις παραπάνω πρακτικές ελαιοκαλλιέργειας, αυξάνοντας ανά δύο μήνες τη συχνότητα των κλαδεμάτων και δημιουργώντας εξειδικευμένες ομάδες τεχνικών (γεωπόνοι, καλλιεργητές κ.ά.), θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα.
Ως μέσο πρόληψης και αντιμετώπισης είναι και η κοπή όλων των φυτών-ξενιστών σε απόσταση 100 μ. από τους ελαιώνες (μαξιλάρι), πρακτική που δύσκολα θα εφαρμοστεί στη ζώνη ασφαλείας. Λαμβάνοντας υπόψη την ακτίνα των 100 μ., σημαίνει ότι για μια έκταση περίπου 31.000 τετραγωνικών μέτρων, εάν εντοπιστεί ένα μολυσμένο φυτό βάσει κανονισμού– όλα τα φυτά-ξενιστές που βρίσκονται σε αυτή την έκταση πρέπει να εκριζωθούν.
Λαμβάνοντας, τέλος, υπόψη τον μεγάλο αριθμό φυτών- ξενιστών, για την εφαρμογή του κανονισμού είναι απαραίτητο να εκριζωθούν αμέτρητα φυτά, δημιουργώντας συνθήκες πραγματικής ερήμου.
Υπό το φως του γεγονότος ότι πιθανώς το βακτήριο εισήχθη από την εισαγωγή συμπτωματικών και ασυμπτωματικών μολυσμένων φυτών από την Κεντρική Αμερική μέσω της Ολλανδίας(Catalano, 2015), το μέτρο της μαζικής εκρίζωσης δεν μπορεί να αποτελέσει μια εφικτή λύση. Η πρότασή μας είναι να δημιουργήσουμε ομάδες εργασίας ώστε να παρέμβουμε γρήγορα με κλάδεμα και να ενισχύσουμε το σύστημα με τις τεχνικές που περιγράφονται παραπάνω.
Ανάλυση κόστους
Μέσα από τα δύο έργα που ξεκίνησαν πριν από περί- που 18 μήνες (Οκτώβριος 2018) και χρηματοδοτήθηκαν από την περιφέρεια της Απουλίας, διαπιστώσαμε πως τα κλαδέματα επηρέασαν θετικά την αναζωογόνηση της βλάστησης, ακόμη και με την παρουσία του βακτηριδίου.
Η ελαιοκαλλιέργεια της Απουλίας, με εξαίρεση κάποιες περιπτώσεις, δεν είναι καλλιέργεια υψηλού εισοδήματος, οπότε δεν είναι δυνατόν να ζητηθεί από τους ελαιοπαραγωγούς να επιβαρυνθούν με πρόσθετες δαπάνες. Μια ανάλυση που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Βασιλάκατα δείχνει ότι το υψηλότερο κόστος –λόγω της εφαρμογής του πρωτοκόλλου που είναι αναγκαίο για τη συμβίωση και τη συγκράτηση του βακτηρίου– είναι περίπου 600 € ανά εκτάριο (1 εκτάριο=10 στρέμματα) ετησίως. Δαπάνη που περιλαμβάνει το κόστος κλαδέματος, τη χρήση χαλκούχων σκευασμάτων, τη διασπορά ανταγωνιστών μικροοργανισμών και τη χρήση βιοδιεγερτών για τα πρώτα πέντε χρόνια.
Η ανάλυση κατέδειξε επίσης πως αυτός ο τύπος διαχείρισης και, γενικότερα, η ιταλική ελαιοκαλλιέργεια δεν είναι βιώσιμη από οικονομικής απόψεως εάν δεν υπάρξει μια άλλη δυναμική, όπως η αναγνώριση της πολυλειτουργικότητας της ελαιοκαλλιέργειας και του ρόλου της στην παροχή υπηρεσιών χαμηλής οικολογικής όχλησης.
Συμπεράσματα
Για να αντιμετωπιστεί η εξάπλωση της Xylella fastidiosa, θα πρέπει να επενδύσουμε σε πόρους και να δώσουμε προσοχή στην καλή κατάρτιση όλων των εμπλεκομένων και στη σωστή και έγκαιρη επικοινωνία τους.
Προκειμένου να ευνοήσουμε την εφαρμογή βιώσιμων πρακτικών διαχείρισης με τους παραγωγούς που εξακολουθούν να ενδιαφέρονται γι’ αυτή την καλλιέργεια, είναι απαραίτητο να εξεταστεί το σύστημα του ελαιώνα, σύμφωνα με μια ολιστική άποψη : υιοθετώντας βιώσιμες πρακτικές για να ευνοηθεί η ανθεκτικότητα των φυτών ώστε να ανταποκριθούν στις βιοτικές και αβιοτικές επιθέσεις. Με αυτό τον τρόπο είναι δυνατόν να συνυπάρχουμε ως ελαιοκαλλιεργητές με την X. fastidiosa και να περιορίσουμε την ασθένεια.
Για τον σεβασμό των αειφόρων και βιώσιμων περιβαλλοντικών συστημάτων καθώς και της κυκλικής οικονομίας, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η χρήση κομποστοποιημένων λιπασμάτων, καλά χωνεμένης κοπριάς, χλωρής λίπανσης και άρδευσης με επεξεργασμένα αστικά λύματα στη γεωργία.
Για να διασφαλιστεί η επιβίωση και η ανταγωνιστικότητα της περιοχής, είναι απαραίτητο να αναγνωριστεί, μέσω οικονομικών κινήτρων για τον παραγωγό, ο πολυλειτουργικός ρόλος της γεωργίας και των υπηρεσιών του οικοσυστήματος που παρέχει στην κοινότητα, αναγνωρίζοντας τις τοπικές, περιβαλλοντικές και τουριστικές-πολιτιστικές λειτουργίες. Πολιτική παροχής κινήτρων σε επίπεδο ΕΕ, τα οποία θα καταβάλλονται μόνο σε σχέση με την παραγωγή ανά εκτάριο.
ΠΗΓΗ: 4Ε