Ο ελαιώνας απειλείται κυρίως από τη λειψυδρία και, μαζί, ο κοινωνικός και ο οικονομικός ιστός της υπαίθρου – Μιλά στον «Ε.Α.» ο Γιώργος Κόκκινος, πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ελαιοπαραγωγών Ο.Π. «Νηλέας» στη Χώρα Μεσσηνίας
Από την εφημερίδα ‘Ελληνας Αγρότης που κυκλοφορεί
ΤΟΥ ΣΑΚΗ ΤΡΕΧΑ
reporter345@hotmail.com
Στη χώρα μας η ελαιοκαλλιέργεια αντιμετωπίζει από τη μια την κλιματική κρίση και από την άλλη τα διαρθρωτικά-δοµικά προβλήµατα της ελληνικής γεωργίας και ελαιοκοµίας, που όχι µόνο δεν επιλύονται, αλλά συνεχώς επιδεινώνονται. Ο μεσογειακός παραδοσιακός ελαιώνας απειλείται κυρίως από τη λειψυδρία και, μαζί με αυτόν, ο κοινωνικός και ο οικονομικός ιστός της υπαίθρου. Η κλιματική αλλαγή και η επέκταση του βιομηχανικού μοντέλου ελαιοκομίας επιβάλλουν νέα δεδομένα στον παγκόσμιο ελαιοκομικό χάρτη.
«Ο συνεταιρισμός έχει καθιερώσει την ετήσια συνάντηση Oliday, που στοχεύει στην ανάδειξη του μεσογειακού ελαιώνα, στην κατανόηση των προβλημάτων, των απειλών και των προκλήσεων που καλείται να αντιμετωπίσει» λέει ο Γιώργος Κόκκινος, πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ελαιοπαραγωγών Ο.Π. «Νηλέας» στη Χώρα Μεσσηνίας, και συνεχίζει: «Το 2023 είχε στόχο να συνδεθεί η τοπική παραγωγή µε το περιβάλλον και τον πολιτισµό. Το 2024 είχε θέμα το μέλλον της παραδοσιακής ελαιοκαλλιέργειας. Θεωρούμε σημαντικό ότι οι συναντήσεις γίνονται κάθε χρόνο σε μια περιοχή όπου καλλιεργείται, από την εποχή του βασιλιά Νέστορα στην Αρχαία Πύλο, η τοπική ποικιλία Μαυρολιά, η πρωιμότερη ίσως ποικιλία στην Ελλάδα. Το ερώτημα είναι αν θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε αυτή την καλλιέργεια».
Η κλιµατική κρίση
«Πλέον δεν µιλάµε για αλλαγή, αλλά για κρίση, η οποία θα µετασχηµατιστεί σε κλιµατική κατάρρευση αν δεν ληφθούν τα κατάλληλα και δραστικά µέτρα» τονίζει. «Οι παρατηρούµενες αλλαγές στο κλίµα έχουν ήδη ευρείες επιπτώσεις στα οικοσυστήµατα, στην οικονοµία και την ανθρώπινη υγεία και διαβίωση. Σύµφωνα µε έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισµού Περιβάλλοντος, η νέα κλιµατική κανονικότητα επιβάλλει την προσαρµογή στις επιπτώσεις της κλιµατικής αλλαγής. Στην ίδια έκθεση, οι τοµείς που είναι οι πλέον εκτεθειµένοι είναι η υγεία, η γεωργία, η διαχείριση υδάτων, η διαχείριση της βιοποικιλότητας και η διαχείριση των δασών. Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι το µείζον ερώτηµα δεν είναι αν θα πρέπει να προσαρµοστούµε, αλλά ποιος είναι ο κατάλληλος τρόπος να το κάνουµε, αποφεύγοντας παράλληλα λανθασµένες ή µη αποτελεσµατικές στρατηγικές προσαρµογής.
Η κλιµατική κρίση είναι παρούσα και ορατή – όλοι βιώνουµε τις επιπτώσεις της
Αν το φαινόµενο συνεχιστεί, ο ξερικός ελαιώνας, που αποτελεί και το µεγαλύτερο µέρος της ελληνικής ελαιοκαλλιέργειας, δεν θα είναι πλέον βιώσιµος. Οµως, πρέπει να ειπωθεί ότι και ο αρδευόµενος ελαιώνας θα αντιµετωπίσει σοβαρά ζητήµατα, εφόσον οι βροχές που προβλέπουν οι επιστήµονες στο µέλλον δεν θα εµπλουτίζουν τον υδροφόρο ορίζοντα, χωρίς έργα υποδοµής.
Ελλειψη οργάνωσης παραγωγών
Η έλλειψη οργάνωσης της παραγωγής (συλλογικά σχήµατα) αποτελεί σοβαρό πρόβληµα, το οποίο καταδεικνύει την αδυναµία συγκέντρωσης µεγάλου και διαπραγµατεύσιµου όγκου παραγωγής µε τήρηση ποιοτικών προδιαγραφών.
Η µονοκαλλιέργεια της ελιάς, αποτέλεσµα λανθασµένης πολιτικής, δηµιουργεί σοβαρές και επικίνδυνες εξαρτήσεις από την τιµή του ελαιολάδου και την απόδοση των ελαιώνων, µε πολύ σοβαρές επιπτώσεις σε οικονοµικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο. Η συνακόλουθη αύξηση του κόστους καλλιέργειας µπορεί να είναι διαχειρίσιµη πλέον µόνο σε τιµές παραγωγού πάνω από 6 ευρώ ανά κιλό. Λαµβάνοντας υπόψη ότι αφενός οι υπερεντατικοί ελαιώνες συνεχώς επεκτείνονται και αφετέρου ότι η παγκόσµια παραγωγή ελαιολάδου αναµένεται να έχει αυξητική τάση, δεν υπάρχει αµφιβολία ότι ο παράγοντας που θα κρίνει σε µεγάλο βαθµό τη βιωσιµότητα είναι το κόστος παραγωγής. Σε αυτή τη µεταβλητή υπερτερεί σηµαντικά ο υπερεντατικός ελαιώνας. Η αδυναµία της Πολιτείας να εκπονήσει µια συνεκτική και βιώσιµη ελαϊκή πολιτική αφήνει την ελληνική ελαιοκοµία έρµαιο του καιρού και της τύχης.
Η ελαιοκαλλιέργεια στη χώρα µας είναι δέσµια της παράδοσης, χωρίς όµως να αξιοποιεί την παραδοσιακή της µορφή. Προσπαθεί να ανταγωνιστεί την καλλιέργεια χωρών που συνεχώς εξελίσσονται, καθώς και νέων χωρών που χρησιµοποιούν υπερεντατικά συστήµατα ελαιοκαλλιέργειας. Πρέπει να καταλάβουν οι ελαιοπαραγωγοί ότι η συνεργασία δεν είναι πολυτέλεια, αλλά αναγκαία συνθήκη για βιώσιµο µέλλον. Επίσης, πρέπει να υπάρξουν αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτηµάτων του παραδοσιακού ελαιώνα, που είναι περιβαλλοντικό και πολιτιστικό απόθεµα, µειωµένο, έως αρνητικό αποτύπωµα άνθρακα και σύνδεσή τους µε το ελαιόλαδο και τις ελιές. Είναι ώρα για άµεση, συλλογική και στοχευµένη δράση».
Ακτινογραφία της παγκόσμιας αγοράς για το 2024-2025
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ισπανικού Συνεταιριστικού Ομίλου Cajamar (Grupo Cooperativo Cajamar), την περίοδο 2024-2025 η παγκόσμια αγορά ελαιολάδου κατάφερε να ανακάμψει μετά τη δραστική πτώση της παραγωγής το προηγούμενο έτος. Σε παγκόσμιο επίπεδο έχουμε αύξηση παραγωγής κατά 36,3% σε σύγκριση με το 2023-2024.
Στην Ισπανία, η παραγωγή ελαιολάδου έφτασε τους 1,4 εκατομμύρια τόνους, που αντιπροσωπεύει αύξηση 65,3% και το τρίτο υψηλότερο ποσοστό παραγωγής της τελευταίας δεκαετίας. Η Ανδαλουσία είχε πάνω από το 75% του συνόλου της ισπανικής παραγωγής, με 1,05 εκατομμύρια τόνους (αύξηση 84%). Καστίλη-Λα Μάντσα και Εξτρεμαδούρα κατέγραψαν επίσης αύξηση παραγωγής (34,1%), ενώ, αντίθετα, η Καταλονία εμφάνισε μείωση παραγωγής (-50%) λόγω της ξηρασίας.
Στην υπόλοιπη περιοχή της Μεσογείου, η Ελλάδα, η Πορτογαλία, το Μαρόκο, η Τυνησία και η Τουρκία είχαν παραγωγή ελαιολάδου σχεδόν 1,5 εκατομμύρια τόνους, αυξημένη κατά 24,7% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης προέρχεται από χώρες εκτός Ε.Ε., όπως η Τουρκία, η οποία έχει σχεδόν διπλασιάσει την παραγωγή της (84%), και η Τυνησία, η οποία έχει φτάσει τους 340.000 τόνους (+54,5%). Αντιθέτως, η Ιταλία είχε μείωση της παραγωγής της κατά 24,5%.
Αυτή η απότομη αύξηση παραγωγής οδήγησε σε αύξηση των αποθεμάτων κατά 51,4% έως τον Μάρτιο του 2025.
Παρόλο που οι πωλήσεις ελαιολάδου προχωρούν με καλό ρυθμό, η ζήτηση δεν είναι σε θέση να απορροφήσει ολόκληρο τον όγκο της παραγωγής, γεγονός που έχει οδηγήσει σε πτωτική τάση των τιμών. Αποτέλεσμα, η τιμή παραγωγού στο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο να έχει μειωθεί κατά 40% μέσα σε έναν χρόνο, με μέση τιμή 4,88 το κιλό, μεταξύ Οκτωβρίου 2024 και Απριλίου 2025. Αυτή η τάση παρατηρείται κυρίως στην Ελλάδα, ενώ στην Ιταλία οι τιμές παραμένουν υψηλές λόγω της μειωμένης παραγωγής.
Η προοπτική μίας ακόμα καλής νέας σεζόν, χάρη στις άφθονες βροχοπτώσεις που είχαμε το 2025, υποδηλώνει ότι αυτή η «πίεση» στις τιμές θα μπορούσε να συνεχιστεί τους επόμενους μήνες.
«Παγωμένη» η ελληνική αγορά
Οι ελαιοπαραγωγοί υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση με το Μέτρο 23, που άφησε εκτός την ελαιοκαλλιέργεια, έδειξε για ακόμα μία φορά πως δεν ενδιαφέρεται για τον κλάδο. Κάτι αντίστοιχο έκανε πέρσι, με την προσπάθεια να πέσουν οι τιμές παραγωγού για να ρίξει τον πληθωρισμό.
Στο μεταξύ, οι χαμηλές τιμές προσφοράς από τους εμπόρους τον Μάιο έχουν ως αποτέλεσμα να καταλήγουν άγονες ή ασύμφορες οι δημοπρασίες ελαιολάδου. Ετσι, οι παραγωγοί ελαιολάδου στην Κρήτη, επειδή δεν μπορούν να έχουν εισόδημα, με τις τιμές να κυμαίνονται γύρω στα 4 ευρώ, και επειδή μεγάλο μέρος της παραγωγής στο νησί παραμένει απούλητο, αναζητούν άλλες λύσεις, όπως η τυποποίηση του ελαιολάδου τους και η διάθεσή του στην αγορά τους καλοκαιρινούς μήνες που, λόγω του τουρισμού, υπάρχει αυξημένη ζήτηση.
Στην Κρήτη, ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Εμπάρου έκανε δύο διαγωνισμούς (7/5 και 14/5) για πώληση 100 τόνων έξτρα παρθένου ελαιολάδου, εσοδείας 2024-2025, οξύτητας 0,17 και 0,20, που όμως βγήκαν άγονοι λόγω χαμηλών προσφορών.
Είχε προηγηθεί ο Αγροτικός Ελαιουργικός Συνεταιρισμός Μαλών Ιεράπετρας, που πραγματοποίησε δημοπρασία (2/5) για 50 τόνους ελαιολάδου νέας εσοδείας με εξαιρετικά χαμηλή οξύτητα (0,2). Παρότι υπήρξαν προσφορές, οι τιμές κυμάνθηκαν σε επίπεδα κατώτερα του κόστους παραγωγής (4,10-4,30 ευρώ/κιλό), με αποτέλεσμα η διαδικασία να κηρυχθεί άγονη. Υστερα από αυτό, ο συνεταιρισμός αποφάσισε να προχωρήσει σε τυποποίηση και διάθεση του ελαιολάδου του στην αγορά.
Οσον αφορά τις τιμές λιανικής αγοράς, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. για τον πληθωρισμό τον Απρίλιο, η τιμή του ελαιολάδου παρουσίασε πτώση 28,3% σε ετήσια βάση, με το μεγαλύτερο ποσοστό αυτής της μείωσης από την αρχή του έτους. Ειδικά, μόνο το πρώτο τρίμηνο του 2025 η λιανική τιμή του έχει πέσει κατά 18%.
Ογκος παραγωγής
Παρόλο που οι πωλήσεις ελαιολάδου προχωρούν με καλό ρυθμό, η ζήτηση δεν είναι σε θέση να απορροφήσει ολόκληρο τον όγκο της παραγωγής.
Η τιμή παραγωγού
Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σε πτωτική τάση των τιμών. Η τιμή παραγωγού στο έξτρα παρθένο έχει μειωθεί κατά 40% μέσα σε έναν χρόνο, με μέση τιμή τα 4,88 το κιλό.