Τα μυστικά της Τυνησίας ήταν (είναι) η σκληρή δουλειά, η θεσμική οργάνωση, η εξωστρέφεια, η οποία έχει διπλή κατεύθυνση.
Πρώτον, εμπορικά στην Αμερική και στην Ευρώπη και, δεύτερον θεσμικά στο Διεθνές Συμβούλιο Ελαιοκομίας (COI).
Τον τελευταίο καιρό σε κάποια ελληνικά ΜΜΕ (ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, sites) η Τυνησία έχει την τιμητική της, είναι ο «αποδιοπομπαίος τράγος» στον οποίο φορτώνουν την κατρακύλα των τιμών παραγωγού. Η πτώση των τιμών -κατά τα λεγόμενά τους- οφείλεται στις αθρόες εισαγωγές στην Ευρωπαϊκή Ένωση φτηνών Τυνησιακών (και Τούρκικων) ελαιολάδων που δεν αφήνουν τις τιμές να ανέβουν. Άρα, πάντα κατά τα λεγόμενά τους, η λύση είναι και πολύ απλή: να απαγορευθούν οι εισαγωγές.
Για τους πολύ προσεκτικούς αναγνώστες και έχοντες μνήμη και αρχεία αυτό το ξαφνικό ενδιαφέρον για την Τυνησία συχνά προέρχεται από εκείνους τους αγροτοσυνδικαλιστές και αγροτοδημοσιογράφους που με διάφορους τρόπους απέτρεπαν και συνεχίζουν να αποτρέπουν τους ελαιοπαραγωγούς να πουλήσουν τα ελαιόλαδά τους. Μια εξέλιξη που ξεκίνησε από πέρσι, το 2024, με τιμές ακόμη και στα 10 ευρώ και συνεχίζει στις μέρες μας με τις τιμές να έχουν πέσει κάτω και από τα 5 ευρώ. Στο μεταξύ όλοι αυτοί οι φίλοι των παραγωγών (με ή χωρίς εισαγωγικά) επιμένουν «μην πουλάτε, το λάδι θα ακριβύνει». Έτσι οι δεξαμενές είναι ακόμη σχεδόν γεμάτες, ειδικά στην Κρήτη. Και ποιός φταίει για αυτή τη ζημία πολλών δεκάδων ευρώ; Κατά τη γνώμη τους φταίει η Τυνησία επειδή της επιτρέπονται οι εξαγωγές στην ΕΕ. Ποιά είναι λοιπόν αυτή η χώρα;
Χάσαμε τον τουρισμό, τον υποκαθιστούμε με την άλλη πλουτοπαραγωγική μας πηγή, το ελαιόλαδο
Η Τυνησία των οκτώ εκατομμυρίων κατοίκων είναι μια μικρή σε μέγεθος Μεσογειακή χώρα, στο Μαγκρέμπ, στην Βόρεια Αφρική. Πρώην αποικία των Γάλλων, ζούσε με κύρια πηγή εισοδήματος τον τουρισμό έως ότου το κύμα τρομοκρατίας που την έπληξε οδήγησε στη μεγάλη απόφαση: χάσαμε τον τουρισμό, τον υποκαθιστούμε με την άλλη πλουτοπαραγωγική μας πηγή, το ελαιόλαδο.
Η Τυνησία είχε εγκαίρως φροντίσει «πριν πεινάσει, να μαγειρέψει». Όταν η Τυνησιακή Κυβέρνηση περίπου 60 χρόνια πριν διεκδίκησε από την τότε ΕΟΚ/ΕΕ και πέτυχε την εφαρμογή Κανονισμού που προέβλεπε 35.000 τόνους ετήσιες εξαγωγές ελαιολάδων από την Τυνησία ελεύθερες από δασμούς και φόρους (quota), τότε οι μεγάλοι διεθνείς «παίχτες» του ελαιολάδου, κυρίως Ιταλοί και Τυνήσιοι εξαγωγείς ήταν αυτοί που πράγματι ωφελήθηκαν επί πολλά έτη τότε την Τυνησιακή επιτυχία. Αργότερα, στην χρυσή δεκαετία του 1980, όταν η διεθνής αγορά άρχιζε να αλλάζει, η Ελλάδα τότε βρισκόταν σε ύπνο βαθύ, ασχολιόταν με τα χρυσά πακέτα Ντελόρ, σκιαμαχούσε στις κομματικές διοικήσεις των Συνεταιρισμών και ζούσε μέσα σε μια χαριτωμένη ευδαιμονική φάση. Αντιθέτως οι Ιταλοί, Ισπανοί, Πορτογάλοι και Τυνήσιοι εξαγωγείς απλώνονταν και μεγάλωναν ενώ η διεθνής αγορά χανόταν για μας.
Η Τυνησία κατάφερε να οργανώσει και ένα κεντρικό Σύστημα το ΟΝΗ, έναν ιδιαίτερου χαρακτήρα και λειτουργίας χρηματοδοτούμενο Οργανισμό, κάτι μεταξύ Εθνικού Συμβουλίου και κεντρικού Συνεταιρισμού, ο οποίος παρενέβαινε επί σειρά ετών στον έλεγχο των εξαγωγών ελαιολάδου. Δεν ήταν το ΟΝΗ η πανάκεια, αλλά κατάφερε να προστατέψει την φήμη του τυνησιακού ελαιολάδου ως προς την ποιότητα και σοβαρότητα κατά την εξαγωγή, δημιουργώντας ίσως δυσκολίες στους μικρούς εξαγωγείς, αλλά εμποδίζοντας ανέντιμες και προβληματικές συμπεριφορές των Τυνησίων εξαγωγέων. Αποτέλεσμα ήταν οι υγιείς και αξιοπρεπείς εξαγωγείς σιγά σιγα να εγκαταστήσουν την φήμη τους τόσο στην ποιότητα όσο και στην εμπορική τους συμπεριφορά ώστε σήμερα να θεωρούνται αξιόπιστοι. Ακόμα και κάποια εμπορικά ατοπήματα μέσα στα 50-60 χρόνια ίσως συγχωρούνται έναντι της συνολικής διαχείρισης του ελαιολάδου, ιδιαίτερα σε ένα τόσο φτωχό κράτος με σίγουρα χαμηλότερο βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο από την Ελλάδα.
Το ΟΝΗ έχασε την δύναμή του το 2012 στην τότε μεγάλη κρίση του ελαιολάδου, που παρ΄ ολίγον θα παρέσυρε πολλές Τυνησιακές Τράπεζες, κατάφερε όμως να παραμείνει στην διαχείριση των βιολογικών ελαιολάδων και να επιτρέψει την ανάπτυξη ιδιωτών εξαγωγέων που σήμερα προμηθεύουν τις μεγαλύτερες εταιρείες τυποποίησης ελαιολάδου στην Ιταλία, Ισπανία, Αμερική κ.λπ.
Η Τυνησία είναι ίσως η μόνη χώρα που προσφέρει σχεδόν το σύνολο της παραγωγής της καθαρά από φυτοφάρμακα εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα
Βλέπουμε σήμερα την Τυνησία να είναι ίσως η μόνη χώρα που προσφέρει σχεδόν το σύνολο της παραγωγής της με καθαρά από φυτοφάρμακα εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα, βλέπουμε τους ξένους αγοραστές να αγοράζουν το τυνησιακό ελαιόλαδο σαν βάση των οργανοληπτικών προφίλ τους, βλέπουμε την Τυνησία να εκπροσωπείται πάντα και ισχυρά στο Συμβούλιο Ελαιολάδου και να έχει παλέψει για οποιοδήποτε προνόμιο είναι δυνατόν και να το επιτύχουν, βλέπουμε να αυξάνει την παραγωγή της και να βελτιώνει την ποιότητά της, βλέπουμε μια βελτιούμενη συνέπεια στην προσφορά υπηρεσιών (service). Βλέπουμε σε κάποιες δύσκολες χρονιές υπερπαραγωγής για την χώρα η Τυνησιακή κυβέρνηση να έχει πετύχει quota για μέχρι και 80.000 τόνους, αποτελώντας τελικά χρονιές που εκτίναξαν τα τυνησιακά ελαιόλαδα και έστρεψαν κλασσικούς ιταλούς αγοραστές ελαιόλαδου στην Τυνησία. Αυτοί δεν γύρισαν ποτέ στην Ελλάδα.
Η αρχική ερώτηση που παραμένει είναι, η Ελλάδα δεν βλέπει κανένα παράδειγμα να ακολουθήσει; Κανείς δεν ενδιαφέρεται να δυναμώσει την Ελληνική παρουσία στο Διεθνές Συμβούλιο Ελαιοκομίας και την Διεθνή Αγορά; Να δεχθούμε ότι το 1970- 1980 δεν ξέρανε…. σήμερα δεν μάθανε τίποτε; Κανείς δεν εχει προσέξει ότι ο τετραπλασιασμός της κατανάλωσης ελαιολάδου στην Αμερική τα τελευταία 20 χρόνια δεν περιλαμβάνει παρά ελάχιστο ελληνικό ελαιόλαδο; Κανείς δεν βλέπει ότι σύντομα και η ασταθής Τουρκία ενισχύει τις εξαγωγές της, τις φυτεύσεις της και προσπαθεί να συντονιστεί με τις διεθνείς αγορές;
Φέτος που οι παραγωγή της Ισπανίας αναμένεται να επιστρέψει στα παλιά υψηλά επίπεδα θα υπάρχει κάποιος υπευθυνο-αρμόδιος να σκεφτεί τι εγινε αυτά τα χρόνια για να αντιμετωπίσει η Ελλάδα μια τέτοια επιστροφή και να προτείνει κάποια συγκεκριμένα πράγματα εκτός από τις γνωστές αερολογίες;
Από το ελαιόλαδο δεν έγιναν οι Τυνήσιοι πάμπλουτοι μέσα σε μια μέρα, όμως ζούν αξιοπρεπώς, χωρίς τις αρνητικές οικονομίες και τα καπρίτσια του τουρισμού, παράγοντας ένα πολύτιμο προϊόν, προοδεύοντας
Από το ελαιόλαδο δεν έγιναν οι Τυνήσιοι πάμπλουτοι μέσα σε μια μέρα, όμως ζούν αξιοπρεπώς, χωρίς τις αρνητικές οικονομίες και τα καπρίτσια του τουρισμού, παράγοντας ένα πολύτιμο προϊόν, προοδεύοντας. Θα άξιζε τα πανεπιστήμιά μας και οι διαμορφωτές της ελληνικής ελαϊκής πολιτικής να μελετήσουν το τυνησιακό μοντέλο, το οποίο έχει πολλά κοινά στοιχεία με το ισπανικό (αύξηση της παραγωγής, χαμηλό κοστολόγιο, ανταγωνιστικές τιμές, εξαγωγές, θεσμική οργάνωση).
Αυτή η μικρή σε μέγεθος, φτωχή κατά τα άλλα χώρα, κατάφερε μέσα σε πολύ αντίξοες συνθήκες (οι ελιές στην άνυδρη έρημο, χωρίς τα δισεκατομμύρια επιδοτήσεων της ΕΕ), μέσα σε λίγα χρόνια να δημιουργήσει μία ελαιοκομία, 3η πια δύναμη στον κόσμο πίσω από την Ισπανία και την Ιταλία.
Το γεγονός είναι πως αυτή η μικρή σε μέγεθος, φτωχή κατά τα άλλα χώρα, κατάφερε μέσα σε πολύ αντίξοες συνθήκες (οι ελιές στην άνυδρη έρημο, χωρίς τα δισεκατομμύρια επιδοτήσεων της ΕΕ), μέσα σε λίγα χρόνια να δημιουργήσει μία ελαιοκομία, 3η πια δύναμη στον κόσμο πίσω από την Ισπανία και την Ιταλία. Τα μυστικά της Τυνησίας ήταν (είναι) η σκληρή δουλειά, η θεσμική οργάνωση, η εξωστρέφεια, η οποία έχει διπλή κατεύθυνση. Πρώτον, εμπορικά, με σημαντικά μερίδια εξαγωγών στην Αμερική και στην Ευρώπη και, δεύτερον, θεσμικά, διαδραματίζοντας κυρίαρχο ρόλο στο Διεθνές Συμβούλιο Ελαιοκομίας (COI). Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Χαμπήμπ Εσήντ, πρώην εκτελεστικός διευθυντής στο COΙ, ο οποίος όταν επέστρεψε έγινε πρωθυπουργός στη χώρα του, ενώ λίγα χρόνια αργότερα ένας άλλος εκτελεστικός διευθυντής, ο Αμπντελατίφ Γκεντίρα ολοκλήρωσε δύο πολύ επιτυχημένες θητείες.
Τιμές πώλησης του τυνησιακού ελαιόλαδου (σε €/κιλό)
Στον παρακάτω πίνακα που επεξεργάστηκε το olivenews.gr με βάση πρόσφατα στοιχεία που δημοσίευσε ο ιστότοπος oleorevista.com, φαίνονται οι τιμές που πωλείται το τυνησιακό ελαιόλαδο, σε ευρώ (με βάση την τρέχουσα ισοτιμία των 30 λεπτών του ευρώ για ένα δηνάριο). Πρόκειται για τιμές ρεαλιστικές, αξιοπρεπείς, κερδοφόρες.
Το τυνησιακό ελαιόλαδο εξακολουθεί να εξάγεται κυρίως χύμα σε ποσοστό 89,6%, ενώ το συσκευασμένο αντιστοιχεί μόνο στο 10,4%. Η ποσότητα των εξαγωγών τυποποιημένου προϊόντος παραμένει στάσιμη σε σύγκριση με την προηγούμενη εκστρατεία.
Σε ό,τι αφορά την ποιότητα του εξαγόμενου ελαιολάδου, κυριαρχεί με διαφορά η κατηγορία έξτρα παρθένου, με το 83,5% του συνολικού όγκου πωλήσεων στις διεθνείς αγορές.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει ο κύριος προορισμός για το τυνησιακό ελαιόλαδο, απορροφώντας το 60,3% των εξαγωγών. Η Βόρεια Αμερική αντιπροσωπεύει το 22,8%, ενώ η αφρικανική ήπειρος καταλαμβάνει μόνο το 10,5% του συνολικού όγκου.
Η Ιταλία παραμένει ο μεγαλύτερος εισαγωγέας, με μερίδιο 33,8% στις εξαγωγές της Τυνησίας, ακολουθούμενη από την Ισπανία (22,7%) και τις Ηνωμένες Πολιτείες (17,2%).
*Αξίζει για όποιον/α ενδιαφέρεται περισσότερο να διαβάσει το σχετικό κεφάλαιο στην “Εγκυκλοπαίδεια Ελαιοκομίας: Το Ελαιόλαδο” γραμμένο από την κυρία Δήμητρα Αλιέως.
ΠΗΓΗ: olivenews.gr