Με σπουδές στη φαρμακευτική και μεταπτυχιακές στο Μarketing, στο Πανεπιστήμιο του Leicester. Είναι στον κλάδο του οίνου από το 1989, έχει συνεργαστεί με ορισμένες από τις κορυφαίες χονδρεμπορικές επιχειρήσεις (Intervino), με σπουδαίες οινοποιίες (Σεμέλη) και σήμερα εκτελεί χρέη εμπορικού διευθυντή στην Οινοποιία Τσιλιλή. Ο λόγος για τον Μανώλη Γαμνιαδάκη που μιλά στον «Έλληνα Αγρότη».
Παράλληλα ο Μανώλης Γιαμνιαδάκης «τρέχει» την εταιρεία Manolis Food Project η οποία προσφέρει σε επιχειρήσεις και φορείς ολοκληρωμένες υπηρεσίες σε θέματα διοίκησης, πώλησης, προώθησης, επικοινωνίας και εκπαίδευσης. Μια από τις κύριες ευθύνες του στην Οινοποιία Τσιλιλή ήταν και συνεχίζει να παραμένει η διεύρυνση του εμπορικού της δικτύου το οποίο συνεχίζει να αυξάνεται εντός κι εκτός Ελλάδας.
Ξεκινάμε τη συζήτησή μας με τον Μανώλη Γιαμνιαδάκη ζητώντας του μια πρώτη, γενική εικόνα του κλάδου. «Η κατάσταση του ελληνικού κρασιού είναι καλή, δεδομένου ότι πληθαίνουν οι Έλληνες παραγωγοί. Αυτό σημαίνει ότι ο συναγωνισμός είναι θετικός, ότι παράγονται πολλά νέα κρασιά, ότι ο καταναλωτής έχει πια τη δυνατότητα να επιλέξει κι όλο αυτό δημιουργεί έναν ‘δυνατό’ κλάδο. Τώρα μάλιστα, αρχίζουμε όλοι μας να κινούμαστε προς το εξωτερικό» μας είπε ο Κρητικός στην καταγωγή εμπορικός διευθυντής της Θεσσαλικής εταιρείας.
Σύμφωνα με στοιχεία που διαθέτει ο συνομιλητής μας, οι πωλήσεις του ελληνικού εμφιαλωμένου κρασιού ανέρχονται στο 20% της συνολικής παραγωγής και ο επόμενος στόχος είναι να ξεπεραστεί το όριο του 25%- η εταιρεία Τσιλιλή το έχει ήδη ξεπεράσει.
«Σε λίγα χρόνια η αγορά θα ανοίγει περισσότερο προς το εξωτερικό…» επιμένει.
Υψηλής ποιότητας
Τα τελευταία χρόνια οι κορυφαίες οινοποιητικές εταιρείες στην Ελλάδα προσπαθούν να δημιουργήσουν υψηλής ποιότητας κρασιά τα οποία απευθύνονται στην horeca και σε άκρως ανταγωνιστικές τιμές, αναζητώντας τον value for money παράγοντα στις προτάσεις τους. Πρόκειται για μια τάση που έχει προέρθει από το εξωτερικό και δίνει την ευκαιρία στους καταναλωτές να γευτούν εξαιρετικά -σε κάποιες περιπτώσεις- κρασιά σε άκρως δελεαστικές τιμές.
Ο Μανώλης Γιαμνιαδάκης υπερθεματίζει αυτής της εμπορικής ‘πολιτικής’, βλέπει μάλιστα ότι value for money προϊόντα υπάρχουν τόσο στην horeca όσο και στη λιανική ενώ τέτοια προϊόντα μπορεί να συναντήσει ο καταναλωτής σε κάθε κατηγορία κρασιών, από τις φθηνές επιλογές στο ράφι των σουπερμάρκετ μέχρι premium ετικέτες σε κάβες και εστιατόρια. «Υπάρχουν κρασιά που πωλούνται λίγα μόλις ευρώ και είναι τόσο… χάλια που δεν αξίζουν ούτε αυτά τα λίγα χρήματα, ενώ υπάρχουν εξαιρετικά κρασιά που προσφέρονται σε πολύ δελεαστικές τιμές» μας είπε όταν του θέσαμε το ερώτημα για τη θέση των value for money προϊόντα στο σύνολο του εμπορικού δικτύου των οίνων. Μας εξηγεί μάλιστα οτι η εταιρεία Τσιλιλή είναι εστιασμένη σε αυτή ακριβώς την προσπάθεια. Η σειρά Θεόπετρα, η σειρά Πιρόγα και σειρά Mostra θεωρούνται value for money προϊόντας σε διαφορετικές κατηγορίες τιμής.
Καύσωνες και κρασί
Σύμφωνα με τον Μ. Γιαμνιαδάκη, η τάση στα κρασιά είναι τα λευκά- πάνω από το 60% των πωλήσεων αφορούν λευκά κρασιά. Η θέση των ερυθρών κρασιών στην κατανάλωση μειώνεται με τα χρόνια και οι δύο κύριοι λόγοι είναι: α) είναι η κλιματική αλλαγή αφού όσο περισσότερο αυξάνεται η θερμοκρασία τόσο λιγότερο ερυθρό κρασί καταναλώνεται και β) η στροφή προς πιο ελαφριά, μεσογειακή σε πολλές περιπτώσεις, διατροφή με περισσότερες σαλάτες με λιγότερες σάλτσες και λίπη, τάση που κι αυτή λειτουργεί σε βάρος του ερυθρού κρασιού. «Ποιος μπορεί κατακαλόκαιρο στη Αθήνα με καύσωνα να φάει ένα peppersteak και να πιει ένα κόκκινο κρασί στους 40ο C;» μας λέει χαμογελώντας.
Ο διεθνής ανταγωνισμός κρατάει χαμηλά τις τιμές
«Από τα πολύ οικονομικά μέχρι και τα πολύ ακριβά ανά φιάλη η Ελλάδα έχει value for money προϊόντα που αξίζουν της προσοχής του καταναλωτικού κοινού»
Κατά τη συνομιλία μας με τον Μ. Γιαμνιαδάκη η τιμή του ελαιόλαδου ήταν ακόμη σχετικά ψηλά, ενώ η αγορά τελούσε ακόμα υπό μεγάλη σύγχυση, όπως και σήμερα. Του ζητήσαμε να συγκρίνει τα δύο εμβληματικά προϊόντα της ελληνικής γης και να εξάγει συμπεράσματα όσο αφορά τη σχέση ανάμεσα στην πρωτογενή παραγωγή που δίνει τη μάχη για την επιβίωση και τη μεταποίηση η οποία υπακούει σε κάποιες άλλες, όχι όμως τελείως διαφορετικές ανάγκες.
«Το ελαιόλαδο είναι ένα προϊόν για το οποίο η Ελλάδα δεν έχει τοποθετηθεί στρατηγικά στις διεθνείς αγορές, όπως έχει τοποθετηθεί στο κρασί. Κι αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στους παραγωγούς. Οι Έλληνες παραγωγοί κρασιού ήταν αυτοί οι οποίοι ήδη από το 2010 συνέταξαν ουσιαστικά μια στρατηγική για την τοποθέτηση του ελληνικού κρασιού στις διεθνείς αγορές, έχτισαν πάνω σε αυτή τη στρατηγική κι έκτοτε την εμπλουτίζουν» σχολίασε.
Είναι πράγματι αλήθεια ότι στην ελληνική αγορά του ελαιόλαδου, σε αντίθεση με το κρασί, κυριαρχεί το χύμα προϊόν ενώ λίγες μεγάλες εταιρείες διακινούν τις μεγαλύτερες ποσότητες. «Όταν η παγκόσμια αγορά κυριαρχείται από την Ισπανία η οποία παράγει περίπου το 40% της παγκόσμιας παραγωγής, όταν οι μισές ελαιουργικές εταιρείες της Ιταλίας ανήκουν σε ισπανικές εταιρείες, αντιλαμβάνεστε ότι, ξεπερνώντας το 50% της παγκόσμιας παραγωγής, οι Ισπανοί ελέγχουν και τις τιμές» σχολιάζει.
Αντίθετα, το κρασί είναι μια μάλλον διαφορετική περίπτωση. Πρώτα απ’ όλα η αγορά του είναι κατακερματισμένη, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, κάτι το οποίο έχει ως αποτέλεσμα τη συγκράτηση των τιμών. «Ακόμα και η Γαλλία η οποία είχε πετύχει να ανοίξει καινούργιες αγορές στην Κίνα, τον αραβικό κόσμο κ.ά. και είχε πολύ υψηλές τιμές για τα προϊόντα της, τώρα πλέον εξισορροπεί τις τιμές της. Ο μεγάλος ανταγωνισμός κρατά τις τιμές…» υποστηρίζει. Του αντιτείνουμε ότι η Σαντορίνη πέτυχε να αυξήσει τις τιμές της σε δυσθεώρητα ύψη τα τελευταία χρόνια. «Έχετε δίκιο» μας λέει, «αλλά η Σαντορίνη είναι τόσο μικρό κομμάτι της ελληνικής και αμελητέο για την παγκόσμια παραγωγή, που η άνοδος των τιμών των κρασιών της τα τελευταία 15 χρόνια κατά σχεδόν τέσσερις φορές, δεν επηρεάζει τις γενικότερες τιμές των κρασιών».
Κρασί και εστίαση
Ζητήσαμε ένα σχόλιο για τη σχέση του κρασιού με την εστίαση, μια σχέση που έχει αρκετά σκαμπανεβάσματα . «Ούτε οι παραγωγοί οίνου μπορούν να υπάρξουν χωρίς την εστίαση, ούτε ο κλάδος των εστιατορίων μπορεί να λειτουργήσει χωρίς το κρασί. Όσο βελτιώνεται η εστίαση, τόσο θα αυξάνει και ο ρόλος του κρασιού» μας λέει.
Σύμφωνα με τον Μ. Γιαμνιαδάκη υπάρχουν πολλά εστιατόρια τα οποία πολλαπλασιάζουν Χ2 ή Χ2,5 την τιμή χονδρικής του κρασιού που προσφέρουν στους πελάτες τους κερδίζοντας έτσι από την κατανάλωση. «Υπάρχουν όμως και σημεία που πολλαπλασιάζουν Χ5 ή Χ6 την τιμή χονδρικής του εμφιαλωμένου κρασιού, υπερτιμώντας το προϊόν. Δεν αναφέρομαι μόνο σε εστιατόρια που βρίσκονται σε κάποια δημοφιλή ελληνικά νησιά που λειτουργούν με μια τέτοια λογική για όλα τα σερβιριζόμενα προϊόντα – δεν είναι μόνο το κρασί που υπερτιμολογούν- αλλά για ορισμένα εστιατόρια, τα οποία πιστεύουν ότι μόνο μέσα από το κρασί θα βγάλουν κέρδος» σχολιάζει.
Για τον συνομιλητή μας η περί του σερβιριζόμενου κρασιού αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. «Αν ο εστιάτορας έχει ένα πραγματικά βιώσιμο στρατηγικό σχέδιο για το εστιατόριό του, να είστε βέβαιοι ότι θα καταφέρει να ενσωματώσει το κρασί στον κατάλογό του με τον καλύτερο δυνατό – για αυτόν και τους πελάτες του- τρόπο» είπε στον Έλληνα Αγρότη ο Μ. Γιαμνιαδάκης. Σύμφωνα με το έμπειρο οινικό στέλεχος, το κρασί προσφέρει στον επιχειρηματία της εστίασης δύο σημαντικές ευκαιρίες: την αναγκαία διαφοροποίηση και τον ‘πολλαπλασιασμό’ της γαστρονομικής απόλαυσης.
«Υπάρχουν σημεία στην Ελλάδα όπου λειτουργούν 3-4 ή και περισσότερα πανομοιότυπα εστιατόρια το ένα δίπλα στο άλλο, με το ίδιο ακριβώς κατάλογο φαγητών. Όταν γεμίζει το ένα ο κόσμος κάθεται στα άλλα. Τι μπορεί να τα διαφοροποιήσει; Το γεγονός ότι σε ένα από αυτά υπάρχει ένας άνθρωπος που θα προτείνει το ένα ή το άλλο κρασί, σε μια τιμή συμφέρουσα για το κατάστημα και τον πελάτη, βοηθώντας τον τελευταίο να ευχαριστηθεί το φαγητό του» υποστηρίζει ο Μ. Γιαμνιαδάκης.
Το κρασί δεν είναι ένα απλό προϊόν, ισχυρίζεται ο συνομιλητής μας, εκτιμώντας ότι σε πολλές περιπτώσεις είναι το κρασί αυτό που κάνει… χαρούμενο τον πελάτη ενός εστιατορίου, αυτό που ‘εξαργυρώνει’ ένα επιτυχημένο γεύμα. «Οι επαγγελματίες που πιέζουν για χαμηλότερες τιμές στο κρασί, υπερτιμολογώντας στη συνέχεια αυτό που αγόρασαν φθηνά, κάνουν το λάθος να μην αφήνουν ευχαριστημένους τους πελάτες τους» μας είπε ο Μ. Γιαμνιαδάκης.
Η Θεσσαλική οινοποιία ξεκίνησε τη δραστηριότητά της το 1989
Η Θεσσαλική οινοποιία έχει ξεκινήσει τη δραστηριότητά της το 1989, για πολλά χρόνια είναι κυρίαρχη στα αποστάγματα και τα τελευταία τρία χρόνια αναπτύσσεται με ρυθμό της τάξης του 25% ετησίως. Εδώ και μια πενταετία η εταιρεία αναπτύσσει έντονα και τον κλάδο των κρασιών της έχοντας πραγματοποιήσει μια αναγκαία, αλλά στρατηγικά σχεδιασμένη ‘στροφή’ και το 2023 ο κύκλος εργασιών της ξεπέρασε τα 10 εκατ. ευρώ- το 60% του τζίρου αφορά στα αποστάγματα και το 40% στο κρασί. Η εταιρεία αναπτύσσει, στον τομέα των κρασιών, το σήμα Θεόπετρα, μια νέα σειρά εξαιρετικών κρασιών και το σήμα BiancoNero ένα αφρώδες κρασί από Μοσχάτο Αμβούργου με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ σε δύο κωδικούς (λευκό και ροζέ).
* Ο Μανώλης Γιαμνιαδάκης είναι εμπορικός διευθυντής στην Οινοποιία Τσιλιλή.
ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
[email protected]