Από 126.000 βιολογικούς καλλιεργητές που δηλώνει το υπουργείο, ζήτημα αν παράγουν οι 4.000.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, στο πλαίσιο της “Ημέρας Βιολογικής Παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης”, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστας Τσιάρας, δήλωσε “Ως κυβέρνηση δίνουμε προτεραιότητα στην βιολογική παραγωγή. Αναπτύσσουμε συγκεκριμένες πολιτικές δράσεις στήριξης της βιολογικής παραγωγής, γιατί πιστεύουμε ότι είναι ένας τομέας που η Ελλάδα μπορεί να καταστεί πρωτοπόρα.
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΥΡΑΤΙΔΗ
[email protected]
Μέσα από το ΠΑΑ υλοποιούμε το μεγαλύτερο πρόγραμμα που έχει εφαρμοσθεί μέχρι σήμερα στη χώρα μας, ύψους 700 εκατομμύρια ευρώ, ενώ σύντομα θα προκηρυχθεί και νέο πρόγραμμα, άνω των 280 εκατομμύρια ευρώ, αποκλειστικά για νέους παραγωγούς. Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και τα 285 εκατομμύρια ανά έτος των “οικολογικών σχημάτων”, από την Ενιαία Ενίσχυση».
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, από το 2014 έως και το 2022 οι εκτάσεις που έχουν «χαρακτηριστεί» ως βιολογικές έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί, φτάνοντας από τα 362.825 εκτάρια το 2014, στα 924.852 εκτάρια το 2022. Επομένως, το ποσοστό της βιολογικής καλλιέργειας επί του συνόλου της καλλιεργήσιμης γης είναι στο 17,2%.
“Χρήματα δίνονται”, λένε οι πρώτοι που ώθησαν τη βιολογική καλλιέργεια στην Ελλάδα, όπως ο Μάριος Δεσύλλας, πρώην πρόεδρος της ΔΗΩ. “Ωστόσο, το μεγαλύτερο ποσοστό των καλλιεργητών που δέχονται τις επιδοτήσεις, δεν είναι σωστά εκπαιδευμένοι. Θα έπρεπε το υπουργείο να έχει αναθέσει σε εξειδικευμένους στη βιολογική καλλιέργεια γεωπόνους, να γυρνούν όλη την Ελλάδα και να εκπαιδεύουν τους καλλιεργητές ή να δημιουργήσει ένα σύστημα υποχρεωτικής εκπαίδευσής τους.”
Παράλληλα, το κράτος πρέπει να χειριστεί την ελληνική παθογένεια της απάτης. Η απάτη των πλαστών τιμολογίων, στην οποία έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενο ρεπορτάζ, έχει ήδη απομυζήσει, ένα σημαντικό ποσοστό των επιδοτήσεων. Όπως λέει ο Δημήτρης Δημητριάδης, γενικός διευθυντής της ΔΗΩ, “Η βιολογική γεωργία έχει χάσει την ουσία της γιατί χρησιμοποιείται ως ψηφοθηρία. Σήμερα, υπάρχουν 16 φορείς πιστοποίησης που δίνουν με μεγάλη ευκολία πιστοποιητικά χωρίς να κάνουν τους απαραίτητους ελέγχους. Οπότε, ένας καλλιεργητής μπορεί να πάρει πιστοποίηση χωρίς να πληρεί τις προδιαγραφές. Με λίγα λόγια οι επιδοτήσεις τράβηξαν επιτήδειους, όπως συμβαίνει συνήθως.”
Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μιλάει για 126.000 βιολογικούς καλλιεργητές στην Ελλάδα, όταν η μελέτη της FiBL αναφέρει 59.000 καλλιεργητές. Ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο πραγματικός αριθμός, σύμφωνα με τον Δημήτρη Δημητριάδη, λιγότεροι από 4.000 είναι οι βιολογικοί καλλιεργητές που παράγουν. Ως λύση σε αυτό το πρόβλημα, ο ίδιος βλέπει τη σύνδεση της επιδότησης με την εμπορική δραστηριότητα. “Ο βιολογικός καλλιεργητής θα πρέπει να παρουσιάζει τιμολόγια εμπορικής δραστηριότητας, ώστε να παίρνει μέρος ή το σύνολο της επιδότησης.”
Αν τα παραπάνω δε συμβούν, είναι δεδομένο ότι στα ερχόμενα χρόνια, θα έχουμε δηλωμένες τις απαιτούμενες εκτάσεις βιολογικής καλλιέργειας, αλλά με παραγωγή που θα είναι πολύ μικρότερη από την προσδοκώμενη. Επομένως για μια ακόμα φορά θα έχει γίνει σπατάλη δημόσιου χρήματος.
Πλήττεται η εμπιστοσύνη των καταναλωτών με τα τερτίπια
Τα βιολογικά τρόφιμα είναι συνδεδεμένα στη συνείδηση του καταναλωτή με υψηλότερη τιμή. Οπότε, ο ελλιπής έλεγχος, όχι μόνο καθιστά αναποτελεσματικές τις κρατικές επιδοτήσεις, αλλά θέτει σε κίνδυνο τη φήμη του συνόλου των βιολογικών καλλιεργητών που προσπαθούν να κάνουν το έργο τους με αξιοπρέπεια. Στον κανονισμό ΕΕ 848/2018, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από τον Ιανουάριο του 2022, αναφέρεται ότι: «1. Η αναγνώριση των αρχών ελέγχου και των φορέων ελέγχου η οποία έχει γίνει σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 λήγει το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2024». Ουσιαστικά, αυτό σημαίνει ότι το υφιστάμενο πλαίσιο ελέγχου των βιολογικών προϊόντων στην Ελλάδα παύει να ισχύει. Τι σημαίνει αυτό για τους υπεράριθμους οργανισμούς πιστοποίησης που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα; Θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία να γίνει ένα ξεκαθάρισμα και να παραμείνουν στην αγορά μόνο αυτοί που πραγματικά μπορούν να υποστηρίξουν τους ελέγχους που απαιτούνται για ένα αξιόπιστο πιστοποιητικό, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα μιας αστοχίας που θα επηρεάσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΓΡΟΤΗΣ»