«Κόλαφο» για την πολιτική εμπορίου της Ε.Ε. με την Ουκρανία αποτελεί η επιστολή που έστειλαν 8 οργανώσεις του αγροτοδιατροφικού τομέα που λένε ξεκάθαρα ότι δεν η Ένωση δεν διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του πρωτογενούς τομέα.
Μάλιστα, ενώ γίνεται εμπόριο με ξεκάθαρο στόχο η Ουκρανία να αντέξει την πίεση της ρωσικής επιθετικότητας εξαιτίας της πολεμικής σύγκρουσης που γίνεται στο έδαφός της, την ίδια στιγμή οι Ευρωπαίοι αγρότες βυθίζονται στο αδιέξοδο κι ενώ το καθεστώς των Αυτόνομων Εμπορικών Μέτρων λήγει στις 5 Ιούνη με την Ε.Ε. να θέλει να διασφαλίσει την ομαλή μετάβαση σε νέο τρόπο εμπορικής συναλλαγής.
Αναλυτικά η επιστολή:
«Από την έναρξη του πολέμου, η ΕΕ έχει αναγνωρίσει τον κρίσιμο ρόλο της στην υποστήριξη της Ουκρανίας στην υπεράσπιση του εαυτού της και, κατ’ επέκταση, της υπόλοιπης Ευρώπης.
Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς, η συνεχής υποστήριξη προς την Ουκρανία είναι απαραίτητη. Ωστόσο, για να είναι βιώσιμη αυτή η υποστήριξη – και για την τελική ενσωμάτωση της Ουκρανίας στην ΕΕ, με οποιαδήποτε μορφή κaι αν λάβει – είναι εξίσου σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι Ευρωπαίοι αγρότες δεν θα επωμιστούν δυσανάλογο μερίδιο του βάρους. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να αποδυναμώσουμε τον γεωργικό τομέα της ΕΕ και να ενισχύσουμε ακούσια τη θέση της Ρωσίας σε παγκόσμιο επίπεδο μακροπρόθεσμα.
Η απελευθέρωση του εμπορίου με την Ουκρανία είχε σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο σε αρκετούς ζωτικούς γεωργικούς και μεταποιητικούς τομείς της ΕΕ.
Ενώ η πρόσβαση της Ουκρανίας στην αγορά της ΕΕ είχε ως στόχο να στηρίξει την οικονομία της, η πραγματικότητα είναι ότι πολλοί Ευρωπαίοι παραγωγοί -ιδίως σε τομείς όπως τα δημητριακά, η ζάχαρη, τα πουλερικά, τα αυγά, η αιθανόλη και το μέλι- έχουν τεθεί υπό σοβαρή πίεση.
Αυτοί οι παραγωγοί της ΕΕ αντιμετωπίζουν πτώση των τιμών λόγω της υπερπροσφοράς της αγοράς, της μείωσης του μεριδίου αγοράς, των περιορισμών υλικοτεχνικής υποστήριξης και του αυξανόμενου κόστους παραγωγής που οφείλεται στον πόλεμο, με αποτέλεσμα να απειλείται η οικονομική τους βιωσιμότητα, ενώ παράλληλα επιτρέπεται στη Ρωσία να επωφεληθεί από το κενό που άφησε η απουσία της Ουκρανίας σε βασικές αγορές σε όλη τη Βόρεια Αφρική και τη Νοτιοανατολική Ασία.
Προτεραιότητα είναι περισσότερο από ποτέ να διασφαλιστεί ότι η οικονομική βιωσιμότητα των παραγωγών της ΕΕ δεν απειλείται από τις ελεύθερες (χωρίς δασμούς) εισαγωγές, ενώ παράλληλα να υποστηριχθεί η Ουκρανία για να ανακτήσει την πρόσβαση στις παραδοσιακές της αγορές (σε τρίτες χώρες).
Διαφορετικά, θα περιοριστεί τόσο η ΕΕ όσο και η Ουκρανία, δύο από τους κορυφαίους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων διατροφής στον κόσμο, στον ανταγωνισμό εντός του ίδιου χώρου αγοράς, υπονομεύοντας έτσι τα μακροπρόθεσμα στρατηγικά συμφέροντα και των δύο εταίρων ενόψει της ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ.
Ζητούμε, επομένως, μια αναθεωρημένη Συμφωνία Σύνδεσης που θα καθορίζει συνθήκες εμπορίας παρόμοιες με εκείνες πριν από τον πόλεμο.
Την επιστολή υπογράφουν οι ακόλουθες ενώσεις:
- AVEC – Σύνδεσμος Επεξεργαστών Πουλερικών και Εμπορίου Πουλερικών στις χώρες της ΕΕ
- CEFS – Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος Παραγωγών Ζάχαρης
- CEPM – Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Παραγωγής Αραβοσίτου
- CIBE – Διεθνής Συνομοσπονδία Ευρωπαίων Καλλιεργητών Τεύτλων
- COPA-COGECA – Οργάνωση Αγροτών και Συνεταιρισμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση
- ePURE – Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος Ανανεώσιμης Αιθανόλης
- EUWEP – Ευρωπαϊκή Ένωση Χονδρικής Εμπορίας Αυγών, Προϊόντων Αυγών, Πουλερικών και
- Κυνηγετικών Προϊόντων
- iEthanol – Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος Βιομηχανίας Ποτών Αιθανόλης».