Η Κίνα είναι η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα στο καρπούζι, ωστόσο Ισπανία και Μαρόκο ηγούνται των εξαγωγών στο συγκεκριμένο φρούτο, με την Ελλάδα να έχει κάποια άνοδο, ούσα στην πέμπτη θέση παγκοσμίως.
Σύμφωνα με τον Γεώργιο Πολυχρονάκη από την incofruit, αλλά και τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, η χώρα μας ανέβασε τόσο την παραγωγή καρπουζιού, όσο και τις εξαγωγές, με τη Γερμανία να υποδέχεται το 2024 πάνω από 39.000 τόνους.
Αναλυτικά τα στοιχεία από τον Γιώργο Πολυχρονάκη, ειδικό σύμβουλο του IncoFruit:
Σύμφωνα με τα δεδομένα της FAOSTAT το 2023 ,τελευταίο έτος που παρέχει στοιχεία , η παγκόσμια παραγωγή καρπουζιών ανήλθε σε 104,932 εκατομμύρια τόνους.
Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός στον κόσμο με 63,96 εκατομμύρια τόνους
Δεύτερος παγκόσμιος παραγωγός είναι η Τουρκία με 3,148 εκατομμύρια τόνους
Η ΕΕ-27 κατέχει την τρίτη θέση στον κόσμο για την παραγωγή καρπουζιού , με όγκο 2,779 εκατομμύρια τόνους Η παραγωγή της Χώρας μας ανήλθε σε 396,460 χιλ. τόνους
Οι καιρικές συνθήκες το 2024 εξελίχθηκαν με προβλήματα της παραγωγής στα καρπούζια που ήταν ελαφρώς μειωμένη αυτής του 2023 , με την παραγωγή της Χώρας μας να εκτιμάται σε 317 χιλ. τόνους
Για την εφετεινή παραγωγή 2025 οι εκτιμήσεις μας είναι ότι θα είναι αυξημένη , τόσο στην Ε.Ε. όσο και στην Χώρα μας, σε υψηλότερα από τα επίπεδα του 2023 της τάξεως των 420-450 χιλ. τόνων οι δε εξαγωγές ελπίζεται να πλησιάσουν το επίπεδο του 2022 των 190 χιλ τόνων.
Εξαγωγές & εισαγωγές ανά χώρα το 2024
Το 2024, η Ισπανία ανέκτησε την κορυφαία θέση της μεταξύ των μεγαλύτερων εξαγωγέων καρπουζιού στον κόσμο, βάσει της Στατιστικής Υπηρεσίας των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), COMTRADE
Η Ισπανία εξήγαγε το 19,43% του συνόλου, με 764,25 χιλ. τόνους, και το Μεξικό το 18,18%, με όγκο 715,27 χιλ. τόνους.
Αυτές οι δύο χώρες ακολουθούνται από την Ιταλία στην τρίτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης με 301,14 χιλ. τόνους, τις ΗΠΑ στην τέταρτη θέση με 244,89 χιλ. τόνους, την Ελλάδα που εξήγαγε 172,57 χιλ. τόνους, την Ολλανδία (Ολλανδία) 146,06, τη Γουατεμάλα 143,96, τη Βραζιλία 132,56, το Βιετνάμ 126,74 και το Μαρόκο κλείνει τη λίστα με τους δέκα μεγαλύτερους εξαγωγείς στον κόσμο με όγκο εξαγωγών πέρυσι 124,02 χιλ. τόνους καρπουζιού.
Οι εξαγωγές – εισαγωγές της Χώρας μας την τελευταία τριετία εμφανίζονται στον παρακάτω Πίνακα:
Τιμές
Από τους δέκα μεγαλύτερους εξαγωγείς καρπουζιών στον κόσμο, η Ολλανδία είναι η χώρα με την υψηλότερη τιμή για επανεξαγόμενα καρπούζια το 2024, με 0,91 € ανά κιλό. Ακολουθεί το Μαρόκο με μέση τιμή 0,81 ευρώ/κιλό, η Ισπανία καταλαμβάνει την τρίτη θέση με μέση τιμή 0,68 ευρώ ανά κιλό, οι ΗΠΑ τα πούλησαν σε μέση τιμή 0,62 ευρώ ανά κιλό και η Ιταλία στα 0,56 ευρώ/κιλό, το Μεξικό βρίσκεται στην έκτη θέση με 0,53 ευρώ/κιλό, η Βραζιλία καταλαμβάνει την έβδομη θέση με μέση τιμή το 2024 0,51 ευρώ ανά κιλό, η Ελλάδα είναι όγδοη με 0,47 ευρώ/κιλό, η Γουατεμάλα είναι ένατη με 0,36 και το Βιετνάμ κλείνει τη λίστα με τις 10 μεγαλύτερες χώρες εξαγωγής ανά τιμή, αφού πέρυσι εξήγαγε τα καρπούζια του σε μέση τιμή 0,19 ευρώ ανά κιλό.
Εκ της αναλύσεως των στοιχείων εξαγωγών 2024 της Χώρας μας , η Βουλγαρία αντιπροσωπεύει το 11,3% των συνολικώς εξαχθεισών ποσοτήτων.
Η μέση τιμή πώλησης διαμορφώθηκε σε 0,201 ευρώ/κιλό έναντι της μέσης τιμής πώλησης στις υπόλοιπες χώρες των 0,468 ευρώ/κιλό αντίστοιχα.
Από τα στοιχεία και τις πληροφορίες κατά την διάρκεια της εμπορικής περιόδου προκύπτει ότι υπάρχει μεγάλη διακίνηση προϊόντων χωρίς προστιθέμενη αξία (είτε ατυποποίητων είτε υποτιμολογημένων ποιοτικά ή τιμολογιακά ίσως και σε τιμή μικρότερη τιμής αγοράς πρώτης ύλης) που θα πρέπει να ερευνηθεί αρμοδίως αλλά κυρίως της μη προσαρμογής της παραγωγής μας στις απαιτήσεις των καταναλωτών στην Κεντροδυτική Ευρώπη στερώντας στο προϊόν μας από την επίτευξη υψηλοτέρων μέσων τιμών πώλησης ανά κιλό παρ όλω που ποιοτικά τα προϊόντα μας είναι αναβαθμισμένα.
Δυστυχώς παρά τις επανειλημμένες επισημάνσεις μας δεν κατέστη δυνατή για άλλη μια χρονιά η επιτήρηση για την αποτροπή της διακίνησης των προϊόντων από “έλληνες και βαλκάνιους εμπόρους“ ατυποποίητων (κατ ευθεία από τον αγρό) κυρίως προς τις γειτονικές μας βαλκανικές χώρες με συνέπεια μεγάλα ποσοστά διακινήσεων να μη καταγράφονται στα προσωρινά στοιχεία (χωρίς αναγγελία) με κίνδυνο την δυσφήμιση των ελληνικών φρούτων και λαχανικών , αλλά και την στέρηση του Δημοσίου από έσοδα τόσον ΦΠΑ όσο και φόρων, πράξη που παράλληλα δρά υποτιμητικά στις τιμές πώλησης των προϊόντων μας.