Η ζήτηση ξεκίνησε από την κορυφή της πυραμίδας – υιοθετήθηκε πρώτα από την αγορά και τους τελικούς καταναλωτές, πριν φτάσει στους ίδιους τους παραγωγούς
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΥΡΑΤΙΔΗ
Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο της Ε.Ε. για την Πιστοποίηση Αφαιρέσεων Άνθρακα (CRCF) εστιάζει σε πρακτικές της Γεωργίας Άνθρακα (Carbon Farming) και δεν περιλαμβάνει ρητή αναφορά στον όρο “αναγεννητική γεωργία” (regenerative farming).
Η τάση του regenerative farming (αναγεννητική γεωργία) έγινε γνωστή τα τελευταία χρόνια, κυρίως μέσω πολυεθνικών εταιρειών τροφίμων και καλλυντικών που αναζητούν πρώτες ύλες με χαμηλό ή μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα. Πράγματι, η ζήτηση ξεκίνησε από την κορυφή της πυραμίδας – υιοθετήθηκε πρώτα από την αγορά και τους τελικούς καταναλωτές, πριν φτάσει στους ίδιους τους παραγωγούς.
Ωστόσο, η αναγεννητική γεωργία δεν είναι νέα έννοια. Ο όρος καθιερώθηκε ήδη από τη δεκαετία του 1980 από το Rodale Institute στις ΗΠΑ, ως φυσική συνέχεια των αρχών της βιολογικής και αγροοικολογικής γεωργίας. Η φιλοσοφία της βασίζεται στη βελτίωση – και όχι απλώς στη διατήρηση – της υγείας του εδάφους και των οικοσυστημάτων.
Οι παραγωγοί βιολογικής γεωργίας εφαρμόζουν εδώ και δεκαετίες πολλές από τις πρακτικές που σήμερα αναγνωρίζονται ως «γεωργία άνθρακα» ή που, στο παρελθόν, συνδέθηκαν με τον όρο «αναγεννητική γεωργία»: αμειψισπορές, κομποστοποίηση, ενίσχυση της οργανικής ουσίας, προστασία της βιοποικιλότητας και αποφυγή χημικών επεμβάσεων – συχνά χωρίς να τις κατονομάζουν έτσι, καθώς οι σχετικοί όροι διαμορφώθηκαν μόλις πρόσφατα.
Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο της Ε.Ε. (CRCF) έρχεται να γεφυρώσει αυτή την τάση με την πραγματική αγροτική παραγωγή, προσφέροντας έναν τρόπο να μεταφραστούν οι πρακτικές αυτές σε μετρήσιμα δεδομένα και επίσημες αναγνωρίσεις. Δίνει έτσι τη δυνατότητα σε κάθε καλλιεργητή – συμβατικό ή βιολογικό – να συμμετέχει ενεργά, χωρίς να εξαρτάται από ιδιωτικά σχήματα ή εταιρικά πρότυπα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η IFOAM-Organics International, η διεθνής ομοσπονδία για τη βιολογική γεωργία, έχει ήδη ζητήσει τη νομική κατοχύρωση του όρου “regenerative” μέσα από ένα σαφές και επίσημο ρυθμιστικό πλαίσιο.
Στόχος είναι να αποφευχθεί το greenwashing και η εμπορική εκμετάλλευση του όρου, όταν δεν υπάρχει πραγματικό περιβαλλοντικό όφελος.
Σύμφωνα με την IFOAM, οι βιοκαλλιεργητές βρίσκονται ήδη σε πλεονεκτική θέση για να συμβάλουν στην αναγεννητική μετάβαση, αρκεί να τεκμηριώνεται η θετική επίδραση στο έδαφος, τη βιοποικιλότητα και το κλίμα.
Δέκα εταιρείες ελέγχουν σχεδόν το 100% της παγκόσμιας τροφής
Οι πιέσεις που δέχονται οι μεγάλες βιομηχανίες από τους καταναλωτές, εξαιτίας της ανησυχίας για την κλιματική αλλαγή, ώθησαν αρχικά τέσσερις από τις μεγαλύτερες να αποδεχτούν την αναγεννητική γεωργία. Πρόκειται για τις εταιρείες Unilever, Danone, PepsiCo και McDonald’s, οι οποίες έχουν ξεκινήσει ήδη από το 2021, να εφαρμόζουν με τους προμηθευτές τους πρακτικές αναγεννητικής γεωργίας. Σε αυτές αργότερα προστέθηκαν και όλες οι υπόλοιπες μεγάλες βιομηχανίες.
Ωστόσο, η κάθε μια από αυτές παρουσιάζει τα αποτελέσματα της εφαρμογής αναγεννητικής γεωργίας όσον αφορά το αποτύπωμα άνθρακα με διαφορετικό τρόπο, καθώς δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ένα γενικός αποδεκτό πρότυπο. Είναι λογικό λοιπόν, ομάδες καταναλωτών, αλλά και επιστήμονες να κατηγορούν τις εταιρείες αυτές για green washing, δηλαδή ξέπλυμα των επιβλαβών πρακτικών για το περιβάλλον που εφαρμόζουν στη λειτουργία