Από την εφημερίδα «Έλληνας Αγρότης» που κυκλοφορεί
Η σύγχρονη στορία της Μακρυποδιάς ξεκινά το 1980 όταν είχαν εντοπιστεί δύο πρέμνα σε υψόμετρο 400 μέτρων κοντά στο χωριό Ορθονιές Ζακύνθου – Ο αριθμός των ελληνικών ποικιλιών που έχουν βρεθεί υπερβαίνει τις 800
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΥΡΑΤΙΔΗ
Με αφορμή την παρουσίαση της σπάνιας Ζακυνθινής ποικιλίας Μαρκυποδιά, η οποία φύεται στο νησί της Ζακύνθου, επανέρχεται στο προσκήνιο το θέμα της διάσωσης γηγενών ποικιλιών, οι οποίες είναι πιθανό να είναι κρυμμένοι θησαυροί για τον οινικό πλούτο της χώρας.
Η ποικιλία Μακρυποδιά, διασώθηκε στη Ζάκυνθο, με πολύ προσωπική εργασία για 20 έτη του Επαμεινώνδα Τσούτσουρα, πρώην ερευνητή στο Ινστιτούτο Οίνου Αθηνών, σε συνεργασία με καλλιεργητές του νησιού.
Η σύγχρονη στορία της Μακρυποδιάς ξεκινά το 1980, όταν το Ινστιτούτο Αμπέλου Αθηνών ενέταξε την ποικιλία στην αμπελογραφική συλλογή. Μόλις 2 πρέμνα Μακρυποδιάς είχαν εντοπιστεί τότε σε υψόμετρο 400 μέτρων κοντά στο χωριό Ορθονιές. Σχεδόν 25 χρόνια αργότερα με γενετική σύγκριση, η Μακρυποδιά αποδεικνύεται ότι δεν ταυτίζεται με καμία άλλη ποικιλία.
Σήμερα στη Ζάκυνθο υπάρχουν 15 έως 20 στρέμματα αμπελώνων, στους οποίους φύεται η ποικιλία Μακρυποδιά. Παράλληλα, καλλιεργητές και οινοποιοί από άλλες περιοχές της χώρας, έχουν εκφράσει ενδιαφέρον για την καλλιέργεια της ποικιλίας, η οποία ήδη οινοποιείται στην περιοχή Τσεκούρι Σουλίου στην Ηπειρο.
Στο άμεσο μέλλον, το οινικό δυναμικό της ποικιλίας δεν αναμένεται να ξεπεράσει τις 5.000 φιάλες, όπως όμως είπε ο Δημήτρης Τζάκος, ιδιοκτήτης της εταιρείας διανομής wiNest, η οποία διοργάνωσε την εκδήλωση. Η μοναδικότητα της γεύσης των κρασιών αυτής της ποικιλίας, είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα, ώστε να προσελκύσει περισσότερους καλλιεργητές και οινοποιούς.
Η χώρα μας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μέρη του πλανήτη σε ό,τι αφορά τον πλούτο των γενοτύπων αμπέλου. Ο αριθμός των ελληνικών ποικιλιών που έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές και συλλογές της χώρας υπερβαίνει τις 800. Ωστόσο, πολλές από αυτές κινδυνεύουν με εξαφάνιση, καθώς δεν είναι “εμπορικές” επιτυχίες και έτσι δεν έχουν την προσοχή των καλλιεργητών και της κυβέρνησης.
Στόχος θα μπορούσε να είναι η συστηματικότερη προσπάθεια διάσωσης των ποικιλιών, όχι όμως ως “μουσειακό” υλικό, αλλά ως μια βιβλιοθήκη που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί αρχικά για επιστημονικό πειραματισμό και στη συνέχεια με τη συνεργασία επιστημόνων και οινοποιειών σε πειραματικές καλλιέργειες. Πρακτικά, αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αναδειχθούν νέες ποικιλίες που θα μπορούσαν να είναι και εμπορικά επιτυχημένες.
Το πρώτο βήμα, όπως θα διαβάσετε στη συνέντευξη που ακολουθεί με τον Δρ. Δημήτρη Τάσκο έχει ήδη ξεκινήσει. Μένει να βρεθεί η διάθεση και τα λίγα χρήματα που χρειάζονται για να ξεκινήσει και το δεύτερο.
Το πετυχημένο παράδειγμα της Κυδωνίτσας
Για τη διάσωση και εμπορική αξιοποίηση της ποικιλίας Κυδωνίτσα, μεγάλο μέρος της προσπάθειας, πιστώνεται στον Γιώργο Τσιμπίδη, ιδιοκτήτη της Κτήμα Τσιμπίδη στην περιοχή της Μονεμβασιάς. Επίσης, σημαντική ήταν και η συμβολή του Γιώργου Κοτσερίδη καθηγητή στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη συζήτηση που είχαμε με τη νέα γενιά εκπροσώπων του Κτήματος και συγκεκριμένα την Αναστασία Τσιμπίδη, είπε μεταξύ άλλων ότι μέχρι και το 2003, η Κυδωνίτσα δεν καλλιεργούνταν συστηματικά. Υπήρχαν μόνο διάσπαρτα κλήματα μέσα σε μεικτούς αμπελώνες, χωρίς να υπάρχει εμφιαλωμένο κρασί με ετικέτα από κάποιο άλλο οινοποιείο. Η πρώτη οργανωμένη καλλιέργεια ξεκίνησε από την Κτήμα Τσιμπίδη το 2003, σηματοδοτώντας την αρχή της ανάδειξης της ποικιλίας σε μονοποικιλιακό κρασί και την παρουσίασή της στην αγορά με επίσημη ετικέτα ΠΓΕ Λακωνία.
Η ελλιπής ενημέρωση που υπάρχει σε κρατικό επίπεδο σε σχέση με τις εκτάσεις των διαφορετικών ποικιλιών αμπέλου που φύονται στην Ελλάδα, φαίνεται από την εκτίμηση που κάνει ο Γιώργος Τσιμπίδης για το σύνολο των στρεμμάτων που καλλιεργείται σήμερα η Κυδωνίτσα. “Κάπου 500 με 1000 στρέμματα είναι η έκταση της Κυδωνίτσας σήμερα σε όλη την Ελλάδα.” Η Κτήμα Τσιμπίδη καλλιεργεί 100 στρέμματα βιολογικής Κυδωνίτσας και στο σύνολο του Νομού Λακωνίας έχει πάνω από το 50% της καλλιεργήσιμης έκτασης. Αξιόλογες νέες καλλιέργειες Κυδωνίτσας υπάρχουν στην περιοχή της Νεμέας και λιγότερες στην Ηλεία και σε άλλες περιοχές στην Ελλάδα.
Η Λημνιώνα μια ποικιλία που φύεται κυρίως στη Θεσσαλία είναι επίσης ένα ανερχόμενο αστέρι στις κόκκινες ποικιλίες και σε μια πρόσφατη επίσκεψη μας στις περιοχές που φύεται, διαπιστώσαμε ότι εκατοντάδες στρέμματα νέων φυτεύσεων, θα αφορούν πλέον σε αυτήν την ποικιλία. Επομένως, ακόμα και με την ελλειπή προσπάθεια που έχει γίνει σε εθνικό επίπεδο, διαπιστώνουμε ότι ξεχασμένες ποικιλίες αμπέλου μπορούν να μετατραπούν σε εμπορικές επιτυχίες. Είναι λογικό να ευελπιστούμε ότι με μια πιο οργανωμένη προσπάθεια, τα αποτελέσματα θα είναι εκθετικά καλύτερα.