H Ελλάδα πάντα ήταν χώρα της ελιάς και της αμπέλου. Ωστόσο , χρειάστηκε ένας βαυαρός για να ιδρύσει το πρώτο οινοποιείο το οποίο έγινε το σήμα κατατεθέν της Πάτρας.
O Gustav Clauss, Γερμανός σταφιδέμπορας λόγω μιας αρρώστιας που τον ταλαιπωρούσε αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Πάτρα, όπου πέραν της θεραπείας, θα αναλάμβανε και επιχειρηματικές δραστηριότητες .
Έφτασε δε γίνει πρόξενος πρώτα της Γερμανίας και μετά της Γαλλίας. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ήρθε σε επαφή με μεγάλες προσωπικότητες ενώ διατηρούσε φιλική σχέση με τον Χαρίλαο Τρικούπη, τον οποίο πολλές φορές επισκέφθηκε ιδιαιτέρως στην Αθήνα για να τον συμβουλεύσει για το σταφιδικό ζήτημα. Επίσης στο σπίτι του, επί των οδών Ρ. Φεραίου & Ζαΐμη, φιλοξενήθηκαν πολλά μέλη της ελληνικής και βαυαρικής βασιλικής αυλής. Ήταν ένας από τους χρηματοδότες του δημοτικού θεάτρου “Απόλλων” της Πάτρας,
Διορατικός όπως ήταν αγόρασε το 1859 60 στρεμμάτων από τον κτηματία Γεώργιο Κωστάκη στο Ριγανόκαμπο, όπου κατασκεύασε μια θερινή κατοικία. Στη συνέχεια όμως εκτιμώντας την καλή ποιότητα της σταφίδας προέβη στην αγορά και των γύρω περιοχών με αποτέλεσμα το 1861 να ιδρύσει την οινοποιητική εταιρεία Αχάια Κλάους, η οποία σύντομα εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες οινοποιητικές εταιρείες της Ελλάδας. Η Αχάια Κλάους έγινε ευρύτερα γνωστή για τη Μαυροδάφνη, ποικιλία γλυκού κρασιού. Σύμφωνα με την παράδοση ονομάστηκε έτσι από τον Γουσταύο Κλάους για να τιμήσει την αρραβωνιαστικιά του Δάφνη, μια Ελληνίδα με μαύρα μάτια που πέθανε σε νεαρή ηλικία.
Η πρώτη φύτευση
Το 1861, έγινε η πρώτη φύτευση των αμπελώνων. Δεδομένου πως εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ο σημερινός εξοπλισμός για την καλλιέργεια αμπελώνα, αφού γινόταν το ισοπέδωμα του χώματος με άλογο, η φύτευση γινόταν με φτυάρια και τσουγκράνες και η τοποθέτηση νέων φυτών με γνώμονα την κυπελλοειδή διαμόρφωση. Για τη φύτευση της αμπέλου χρησιμοποιούσαν ένα χοντρό σίδερο με το οποίο δημιουργούνταν μικρά ανοίγματα 25 εκατοστών στο έδαφος, όπου και φυτευόταν το αμπέλι. Ακολουθούσε πότισμα και κάθε φυτεμένο αμπέλι σημαδευόταν μ’ ένα καλάμι.
Το 1919 η Achaia Clauss πέρασε σε ελληνικά χέρια και άρχισε ο εκσυγχρονισμός των τεχνικών οινοποίησης.
Σήμερα εκτός από οινοποιείο, αποτελεί τουριστικό προορισμό για γευσιγνώστες, οινόφιλους και ταξιδιώτες. Η φήμη της είναι διαδεδομένη και η πρόθεσή της είναι να αναδείξει τα κρυμμένα μυστικά του ελληνικού αμπελώνα σε τουλάχιστον 43 χώρες του κόσμου.
Τόσα χρόνια μετά, ο αμπελώνας του κάστρου είναι “ζωντανός” και αποδεικνύεται πως η επιλογή του Clauss να καλλιεργήσει τα ανωτέρας ποιότητας σταφύλια του σε εκείνο το σημείο ήταν σωστή, τόσο για την προστασία από τις συνθήκες παγετού και τη θερμότητα του καλοκαιριού, όσο και για το αμμοαργιλώδες έδαφος με την καλή αποστράγγιση νερών.
Σχεδόν έναν αιώνα μετά η πραγματική ελληνική οινική επανάσταση και αυτό που σήμερα ορίζουμε Ελληνικό Κρασί αρχίζει ουσιαστικά στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όμως οι βάσεις είχαν ήδη ξεκινήσει να μπαίνουν από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Οι ποικιλίες που φυτεύτηκαν τότε ήταν σχεδόν αποκλειστικά ξενικές.
Σε κάποιους μπορεί φαίνεται παράξενο που υπάρχουν στην χώρα μας, ακόμη και σήμερα, τόσα πολλά Cabernet Sauvignon και Merlot, αλλά θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν ότι οι πρώτοι που θέλησαν να κάνουν σοβαρό Ελληνικό κρασί, επιθυμούσαν να δημιουργήσουν κάτι αντίστοιχο με τα κοσμοπολίτικα “μεγάλα” Γαλλικά κρασιά της εποχής και συγκεκριμένα του Bordeaux. Ούτε λόγος λοιπόν εκείνη την εποχή για ελληνικές ποικιλίες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΓΡΟΤΗΣ»